Με το ξεκίνημα του 2022, στον αναμενόμενο προβληματισμό σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας του κορωνοϊού, λόγω της εξάπλωσης της μετάλλαξης Όμικρον, έρχεται να προστεθεί και η ανησυχία για τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις, που έχουν προκαλέσει οι συνεχείς ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και στην ενέργεια.

Η «πανδημία» του πληθωρισμού – Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Η αβεβαιότητα για την εξέλιξη του πληθωρισμού συνεχώς αυξάνεται, σε σημείο που οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου να δηλώνουν ότι, ίσως αποτελεί και το σημαντικότερο “μέτωπο” για τη νέα χρονιά. Πιο συγκεκριμένα, σε πρόσφατη ανακοίνωση το ΕΒΕΠ σημειώνει ότι, το 2022 η μάχη που πρέπει να δοθεί και να κερδηθεί είναι αυτή κατά της ακρίβειας, με τον πληθωρισμό, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, να καταγράφει ιστορικά υψηλά πολλών ετών. Το γεγονός αυτό συνδέεται με τη ραγδαία αύξηση των τιμών της ενέργειας και της αναντιστοιχίας μεταξύ της αυξημένης ζήτησης και της αδύναμης προσφοράς, λόγω των δυσχερειών που επέφερε η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Από την πλευρά της η ΤτΕ έχει καταγράψει ως μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις της νέας χρονιάς, τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού. Και προειδοποιεί ότι, η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές εισαγομένων θα μπορούσε να περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη δυναμική της ανάπτυξης. Για το 2022 μάλιστα, η πρόβλεψη της ΤτΕ είναι ότι ο πληθωρισμός θα επιταχυνθεί. Μόνο από το 2022, αναμένεται αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποκατασταθούν τα προβλήματα στις παγκόσμιες αλυσίδες προσφοράς και θα υποχωρήσουν οι τιμές ενέργειας και εισαγόμενων πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων.

Επιστρέφοντας στην ανακοίνωση του ΕΒΕΠ, η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων θεωρείται μείζονος σημασίας, καθώς η άνοδος του επιπέδου τιμών σε βασικά προϊόντα και, κυρίως, στην ενέργεια, επιβαρύνει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, συμπιέζοντας, εν τέλει, την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, στην πλευρά της καταναλωτικής εμπιστοσύνης συνεχίστηκε η υποχώρηση, κατόπιν της κλιμάκωσης της ανόδου των τιμών βασικών αγαθών κατά 20%, καθώς καταγράφεται ανησυχία για την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων των νοικοκυριών.

Πληθωρισμός: Οι επιχειρήσεις απέναντι στην «πανδημία ακρίβειας»

Από άλμα σε άλμα…

 Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ, τον Δεκέμβριο του 2021 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 5,1% σε ετήσια βάση, έναντι 4,8% ετήσιας αύξησης τον Νοέμβριο. Το επίπεδο αυτό του πληθωρισμού είναι από τα υψηλότερα που έχουν σημειωθεί μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Με βάση την ανάλυση των στοιχείων από το ΙΝΕ -ΓΣΕΕ, παρά τη σταθεροποίηση της τιμής του υγραερίου, η συνεχιζόμενη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού (136% και 45% σε ετήσια βάση αντίστοιχα) οδήγησε τον γενικό δείκτη τιμής στέγασης σε επιπλέον αύξηση κατά 18%.

Αντίστοιχα, η ετήσια άνοδος της τιμής του πετρελαίου κίνησης κατά 28% και της αμόλυβδης κατά 21,4% αύξησαν τον δείκτη τιμής των μεταφορών κατά 11% έναντι του Δεκεμβρίου του 2020. Τέλος, ηπιότερη είναι η αύξηση της τιμής των ειδών διατροφής και των μη αλκοολούχων ποτών, όμως η τάση είναι σταθερά ανοδική, ειδικά από τους θερινούς μήνες του 2021 και ύστερα. Από την ανάλυση και της τράπεζας Eurobank προκύπτει ότι, σε ό,τι αφορά τις επιμέρους ομάδες αγαθών και υπηρεσιών, ξεχώρισε, όπως και τους προηγούμενους μήνες, η ενίσχυση του δείκτη τιμών στη στέγαση (18,8% τον Δεκέμβριο 2021 και 13,7% σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο 2019), τις μεταφορές (7,1%) και τη διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά (4,3% ).

Ακολούθησαν με σχετικά ηπιότερες αυξήσεις η ένδυση και υπόδηση, τα διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες, τα ξενοδοχεία, καφέ και εστιατόρια και η εκπαίδευση. Τέλος, στις ομάδες αγαθών και υπηρεσιών της υγείας, των άλλων αγαθών και υπηρεσιών, της αναψυχής και πολιτιστικών δραστηριοτήτων και των επικοινωνιών, καταγράφηκε πτώση των τιμών σε ετήσια βάση τον Δεκέμβριο 2021.Βάσει των προαναφερθεισών μεταβολών και των αντίστοιχων σταθμίσεων των επί μέρους αγαθών και υπηρεσιών στη διαμόρφωση του γενικού δείκτη τιμών, αποδεικνύεται ότι η άνοδος του πληθωρισμού στην Ελλάδα πηγάζει κυρίως από τις κατηγορίες της στέγασης, των μεταφορών και της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών.

Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, οι ανισορροπίες ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών (π.χ. τροφίμων) και τα αποτελέσματα βάσης λόγω του αρνητικού πληθωρισμού το 2ο εξάμηνο 2020, έχουν άμεση αυξητική επίδραση στις τιμές των συγκεκριμένων ομάδων αγαθών και υπηρεσιών. Σημειώνεται ότι η τιμή πετρελαίου Brent έκλεισε στα 77,8 $/βαρέλι στο τέλος Δεκεμβρίου 2021 (πηγή: Thomson Reuters Eikon), αυξημένη κατά 50,2% σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο 2020 (51,8 $/βαρέλι) και κατά 17,8% σε σχέση με τον Δεκέμβριο 2019 (66,0 $/βαρέλι).

Η ανοδική πορεία της τιμής πετρελαίου Brent συνεχίστηκε τις πρώτες εβδομάδες του 2022 (87,51 $/βαρέλι στις 18/1/2022). Η εν λόγω εξέλιξη, σε μια περίοδο που οι ανάγκες για θέρμανση είναι αυξημένες, μαζί με την επίδραση βάσης εξαιτίας της ετήσιας πτώσης των τιμών το 1ο εξάμηνο 2021 (-2,1% το 1ο τρίμηνο 2021 και -0,6% το 2ο τρίμηνο 2021), αναμένεται να διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα τον πληθωρισμό το 1ο τρίμηνο 2022. Πιθανή αποκλιμάκωση της πανδημίας και των εντάσεων στο γεωπολιτικό πεδίο, δύνανται να οδηγήσουν σε σταδιακή επιβράδυνση στη συνέχεια.

Συνεχίζει να είναι εκτός ελέγχου ο πληθωρισμός και τον Δεκέμβριο

Οι ευρύτερες επιπτώσεις του πληθωρισμού

 Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβολές μόνο όσον αφορά την τιμή της δαπάνης για διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά, για στέγαση και για μεταφορές, υπολόγισε την εξέλιξη, στη διάρκεια των τελευταίων μηνών, όπου λαμβάνει χώρα το κύμα της ακρίβειας, της απώλειας αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού των μισθωτών μερικής απασχόλησης, του κατώτατου μισθού και του μέσου μηνιαίου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος. Αναλυτικότερα, παρά τη μικρή ονομαστική αύξηση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος το β’ τρίμηνο του 2021, τον Δεκέμβριο του 2021 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του μέσου μηνιαίου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος άγγιζε το 7% σε ετήσια βάση.

Ταυτόχρονα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε στο 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των μισθωτών μερικής απασχόλησης στο 13,7%. Η οριζόντια συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων καθιστά αναγκαίο να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού και οριζόντιας διάχυσης αυτής της αύξησης στους ονομαστικούς μισθούς του συνόλου των μισθωτών μερικής και πλήρους απασχόλησης. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Eurobank, η οποία επισημαίνει ότι, η άνοδος του πληθωρισμού στην Ελλάδα για 7ο συνεχή μήνα τον Δεκέμβριο 2021 δημιουργεί προβληματισμό στους φορείς της οικονομίας.

Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρονιά μείωσης ή ισχνής αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών, τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και η κυβέρνηση στην Ελλάδα παρατηρούν τιμές πληθωρισμού άνω του 4% στις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ.

Στον τομέα των νοικοκυριών, ο πληθωρισμός συγκρατεί σε έναν βαθμό τον πραγματικό ρυθμό αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος τους (αυτό αναμένεται να καταγραφεί κυρίως στα στοιχεία 4ου τριμήνου 2021 και του 1ου τριμήνου 2022, και απομειώνει ένα μικρό, προς το παρόν, μέρος της αποπληθωρισμένης αξίας (πραγματικής) των αυξημένων καταθέσεων των δύο τελευταίων ετών. Τέλος, στις επιχειρήσεις, τα κόστη ακολουθούν ανοδική τροχιά δημιουργώντας κινδύνους για το επίπεδο της παραγωγής. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσίευση της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 25,0% τον Νοέμβριο 2021 από μείωση κατά 9,9% τον Νοέμβριο 2020.

Eurostat: Στο 4,9% ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη – 5,2% στην ΕΕ

Παγκόσμιο πρόβλημα ο πληθωρισμός

 Η ραγδαία άνοδος των τιμών στην Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό, έχει εισαγόμενα αίτια. Όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση η ΤτΕ, η παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της βρίσκεται αντιμέτωπη με μία απότομη άνοδο του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια του 2021,μετά από πολλά έτη διατήρησής του σε μέτρια ή και χαμηλά επίπεδα. Αρχικά, η βασική αιτία ήταν η ισχυρή άνοδος της συνολικής ζήτησης μετά την άρση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί λόγω της πανδημίας, υποβοηθούμενη από τη συμπιεσμένη ζήτηση (pent-updemand) και τις αυξημένες αποταμιεύσεις, σε αντιδιαστολή με την αδυναμία της συνολικής προσφοράς να ανταποκριθεί σε αυτήν.

Στην τρέχουσα συγκυρία, κύρια αιτία αύξησης του πληθωρισμού θεωρείται η άνοδος των τιμών της ενέργειας και του μεταφορικού κόστους, μετά την απότομη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης, καθώς οι οικονομίες εξέρχονται με ταχύτητα από την ύφεση του 2020. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι οι τιμές της ενέργειας, όπως και ο γενικός πληθωρισμός, θα αρχίσουν να υποχωρούν το 2022.

Σοβαρός αντίκτυπος του πληθωρισμού

Παρά τις εκτιμήσεις για επιβράδυνση της ανόδου των τιμών το 2022, οι πληθωριστικές εξελίξεις έχουν ήδη σοβαρό αντίκτυπο στο κόστος παραγωγής και στις επιχειρήσεις, αλλά και στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, ενώ προκαλούν αβεβαιότητα ως προς τον προσωρινό ή μονιμότερο χαρακτήρα τους.

Παράλληλα, οι νομισματικές αρχές, έχοντας επιλέξει μία εξαιρετικά διευκολυντική πολιτική για τη στήριξη της ανάκαμψης, προβληματίζονται για το χρόνο και την ταχύτητα ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής, αφενός επαγρυπνώντας για τη σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα και διαφυλάσσοντας την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής και αφετέρου αποφεύγοντας να θέσουν σε κίνδυνο την τρέχουσα δυναμική της ανάκαμψης με ενδεχομένως πρόωρα μέτρα περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, άνοδος των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, τόσο των ενεργειακών, κυρίως του φυσικού αερίου, όσο και των λοιπών, συμβάλλει στην αύξηση του πληθωρισμού. Το ποσοστό μετακύλισης αυτής της επίπτωσης διαφέρει μεταξύ των οικονομιών ανάλογα με την ενεργειακή τους εξάρτηση και το ενεργειακό μίγμα που καταναλώνουν.

Παράλληλα, η φάση του οικονομικού κύκλου και το μέγεθος του παραγωγικού κενού, καθώς και οι δυσχέρειες στις μεταφορές και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες στην αύξηση του πυρήνα του πληθωρισμού που καταγράφεται εντός του 2021. Η άνοδος των τιμών λόγω της ανόδου της ζήτησης των οικονομιών και λόγω της ανόδου των τιμών των βασικών εμπορευμάτων παρουσιάζει σημαντική συσχέτιση στην παρούσα συγκυρία. Ο πληθωρισμός αναμένεται ότι θα υποχωρήσει σταδιακά καθώς θα εξομαλύνονται οι συνθήκες προσφοράς και ζήτησης.

Έμφραγμα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα

Ο ρόλος του κόστους της ενέργειας και των μεταφορών

 Οι διεθνείς τιμές των βασικών εμπορευμάτων αυξάνονται με τον υψηλότερο ρυθμό που έχει παρατηρηθεί τις τελευταίες 4 δεκαετίες, επιδρώντας αυξητικά στις τιμές των εισαγομένων και στο γενικό πληθωρισμό. Οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων πλην ενέργειας αυξήθηκαν με δωδεκάμηνο ρυθμό 30% τον Οκτώβριο και διαμορφώθηκαν στα υψηλότερα επίπεδα από το 2011.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, από τα εν λόγω εμπορεύματα, σημαντική αύξηση σημειώνουν τα αγροτικά προϊόντα (+21%), λόγω έκτακτων καιρικών φαινομένων σε ορισμένες χώρες παραγωγής τροφίμων, αλλά και τα μέταλλα (+42%), στο πλαίσιο της διεθνώς παρατηρούμενης επανεκκίνησης της μεταποίησης και των κατασκευών. Ο δείκτης τιμών της ενέργειας (αργό πετρέλαιο, φυσικό αέριο, γαιάνθρακας), μετά τα ιστορικά χαμηλά που κατέγραψε τον Απρίλιο του 2020, άρχισε να ενισχύεται διαρκώς έκτοτε και τον Οκτώβριο σημείωνε ποσοστιαία άνοδο 140%.

Η τιμή του αργού πετρελαίου τον Οκτώβριο ήταν διπλάσια σε σχέση με ένα έτος πριν και ήδη από το Μάιο του 2021 κινείται άνω του μέσου όρου της εικοσαετίας (63,5 δολ. ΗΠΑ το βαρέλι). Παρά τη θεαματική αυτή ποσοστιαία αύξηση, το αργό πετρέλαιο και ο δείκτης τιμών της ενέργειας υπολείπονταν των ιστορικά υψηλών επιπέδων του 2008, επιβαρύνοντας παρά ταύτα σημαντικά το κόστος παραγωγής, ιδίως των προϊόντων εντάσεως ενέργειας. Μεταξύ των συνιστωσών της ενέργειας, η σημαντικότερη άνοδος σημειώνεται στο δείκτη τιμής του φυσικού αερίου τριών τύπων (Ευρώπης, ΗΠΑ και υγροποιημένου Ιαπωνίας), με ετήσια άνοδο 306% τον Οκτώβριο.

Μεταξύ των τριών τύπων, η τιμή του φυσικού αερίου της Ευρώπης, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία, αυξήθηκε μέσα σε ένα χρόνο στο εξαπλάσιο και πλέον, προκαλώντας σοβαρό θέμα σε βιομηχανίες, κυρίως τη γερμανική, αλλά και μερική αντιστροφή της τάσης απομάκρυνσης από τη λιγνιτική παραγωγή ενέργειας.

Η αύξηση της τιμής εν μέρει οφείλεται σε παραδόσεις ποσοτήτων αερίου από την Gazprom ελάχιστα πάνω από τους προσυμφωνημένους όγκους, οι οποίοι όμως πλέον δεν επαρκούν να καλύψουν την απότομη άνοδο της ζήτησης, αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως η αυξημένη πώληση από τις ΗΠΑ ποσοτήτων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην Κίνα αντί της Ευρώπης και ο γεωπολιτικός παράγοντας των πιέσεων της Ρωσίας προς την ΕΕ για πιστοποίηση του αγωγού Nord Stream II.

Σε επίπεδο ΕΕ, το φυσικό αέριο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ενεργειακό μίγμα, αφού αντιπροσωπεύει το 26% της συνολικής κατανάλωσης. Από αυτό, το ήμισυ κατευθύνεται στην παραγωγή ενέργειας και στη μεταποίηση και το υπόλοιπο στην οικιακή χρήση. Η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από εισαγωγές φυσικού αερίου ανερχόταν στο 90% το 2019. Οι αυξήσεις τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού που αντιμετωπίζει κάθε χώρα διαφοροποιούνται πολύ ανάλογα με τους βασικούς προμηθευτές και τις συμφωνίες με αυτούς, αλλά και ανάλογα με το σχετικό μερίδιο του φυσικού αερίου στη συνολική κατανάλωση ενέργειας κάθε χώρας.

Η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου ενδεχομένως υποεκτιμάται στη συνολική αύξηση του δείκτη της ενέργειας της Παγκόσμιας Τράπεζας καθώς, στους συναφείς δείκτες που καταρτίζει μηνιαίως, οι εξελίξεις των τιμών του φυσικού αερίου έχουν χαμηλή και σταθερή από το 2008 στάθμιση 10,8%, έναντι 84,6% του αργού πετρελαίου και 4,7% του λιγνίτη. Παράλληλα, το κόστος της ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές δυστυχώς δεν υπολογίζεται ούτε εμπεριέχεται στο γενικό δείκτη ενέργειας της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Μετά το «σοκ του πληθωρισμού», ερχεται το «σοκ των επιτοκίων»

Απότομη αύξηση της ζήτησης

Το μεταφορικό κόστος έχει επίσης αυξηθεί εντυπωσιακά, λόγω της αδυναμίας της προσφοράς να ανταποκριθεί στην απότομη αύξηση της ζήτησης. Παρατηρούνται αυξήσεις των ναύλων στα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (το Σεπτέμβριο του 2021 είχαν αυξηθεί στο διπλάσιο ή και τριπλάσιο έναντι του ίδιου μήνα του 2020), διπλασιασμός της μέσης διάρκειας άφιξης και εκφόρτωσης των πλοίων στους προορισμούς τους και αύξηση στο κόστος ενοικίασης των εμπορευματοκιβωτίων κατά 3-4 φορές, λόγω έλλειψης διαθεσιμότητας, καθώς, με το καθολικό κλείσιμο λιμανιών το 2020-2021, ένα ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό άδειων εμπορευματοκιβωτίων βρίσκεται σε λάθος λιμάνια (dislocation).

Η επίδραση της ανόδου των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και του μεταφορικού κόστους στις τιμές των εισαγομένων και μέσω αυτών στις εγχώριες τιμές εξηγεί σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ περίπου το 75% της αύξησης του πληθωρισμού το 2021 στις χώρες των G20, δηλ. περίπου 1,5 ποσοστιαία μονάδα.