Πέρα από την αβεβαιότητα που ενέχουν οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις λόγω της πανδημίας και του τρόπου εξέλιξής της, υπάρχουν πάντα και άλλοι εξωγενείς κίνδυνοι (όπως γεωπολιτικές και πολιτικές εντάσεις, μεταναστευτικές ροές κ.λπ.) που μπορεί να επηρεάσουν τα οικονομικά μεγέθη.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης για τις δημοσιονομικές προβλέψεις

Όπως επισημαίνεται στην Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2022, οι δημοσιονομικές προβλέψεις του Προϋπολογισμού 2022 υπόκεινται σε κινδύνους και αβεβαιότητες. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προβλέψεις σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας, καθώς τυχόν διατήρηση των μολύνσεων σε υψηλά επίπεδα ή περαιτέρω αύξησή τους κατά τους επόμενους μήνες μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, ιδίως μέσω επιπτώσεων σε κλάδους όπως ο τουρισμός.

Μία άλλη πιθανή πηγή κινδύνου για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις του Προϋπολογισμού σχετίζεται με τη σταδιακή κατάργηση μίας σειράς έκτακτων μέτρων ενίσχυσης τα οποία υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των ετών 2020-2021, προκειμένου να προστατεύσουν την απασχόληση και το εισόδημα πολιτών και επιχειρήσεων από τις συνέπειες της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που ασκήθηκε μέσω αυτών των μέτρων ενίσχυσε σε σημαντικό βαθμό την οικονομία και αποτέλεσε μία από τις αιτίες της ταχύτατης ανάκαμψης που σημειώθηκε κατά το τρέχον έτος.

Η παύση της ισχύος τους, αν και απαραίτητη καθώς τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας έχουν πλέον αρθεί, συνεπάγεται μία μείωση της στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητική επίπτωση βραχυπρόθεσμα. Αντιθέτως, σε περίπτωση ταχείας αύξησης του ποσοστού εμβολιασμού του πληθυσμού και υποχώρησης της πανδημίας, ο αντίκτυπος στην οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να είναι θετικός και η ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη θα επιδράσει θετικά στα δημοσιονομικά μεγέθη.

Μια πρόσθετη πηγή κινδύνου είναι οι μακροοικονομικές επιπτώσεις από τις ανατιμήσεις της ενέργειας, των πρώτων υλών, των μεταφορών και κατ’ επέκταση της εφοδιαστικής αλυσίδας. Σε αυτή την περίπτωση αναμένεται να επηρεαστεί αρνητικά ο πραγματικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης. Ωστόσο η κατεύθυνση των επιδράσεων στον ονομαστικό ρυθμό μεγέθυνσης και κατ’ επέκταση στα δημοσιονομικά έσοδα δεν είναι σαφής και εξαρτάται από την έκταση και διάρκεια αυτών των μεταβολών, όπως και από την ελαστικότητα ζήτησης και προσφοράς των προϊόντων και υπηρεσιών που θα επηρεαστούν.

δημοσιονομικές προβλέψεις

Οι πιθανότητες να μην επηρεαστεί αρνητικά το ονομαστικό ΑΕΠ αυξάνονται όσο δεν αποσταθεροποιούνται οι μεσοπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες. Η παρούσα ανάλυση ευαισθησίας αποσκοπεί στο να εκτιμήσει την πορεία των κύριων δημοσιονομικών μεταβλητών κάτω από διαφορετικές υποθέσεις περί του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά το 2022. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της ανάλυσης έχει εκτιμηθεί η επίδραση στο εκτιμώμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα για το 2022 από μία μείωση του ρυθμού ονομαστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 1,0% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο του Προϋπολογισμού.

Η επίπτωση αυτή έχει εκτιμηθεί μέσω των ελαστικοτήτων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής δημοσιονομικής εποπτείας και οι οποίες περιγράφονται στην έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “Report on Public Finances in EMU 2018”. Η μείωση του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης κατά 1,0% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο συνεπάγεται ότι το ΑΕΠ του 2022 (σε τρέχουσες τιμές) θα διαμορφωθεί σε 185,5 δισ. ευρώ από 177,6 δισ. ευρώ το 2021, έναντι ονομαστικού ΑΕΠ ύψους 187,3 δισ. ευρώ το 2022 σύμφωνα με το βασικό σενάριο.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας, μία τέτοια μεταβολή του επιπέδου του ονομαστικού ΑΕΠ θα οδηγούσε σε επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος κατά 0,5% του ΑΕΠ σε σχέση με το σενάριο του Προϋπολογισμού 2022. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε -4,5% του ΑΕΠ έναντι -4,0% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε -1,9% του ΑΕΠ έναντι -1,4% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους όρους, ο μειωμένος κατά 1,0% ονομαστικός ρυθμός μεγέθυνσης θα οδηγούσε σε επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης των 0,85 δισ. ευρώ.