Το διάβασα για πρώτη φορά όταν ήμουν ακόμα μαθήτρια λυκείου. Η καθηγήτριά μου των αγγλικών, με είχε πείσει ότι πρόκειται για ένα αριστουργηματικό βιβλίο που θα έπρεπε οπωσδήποτε να μελετήσω. “The Seagull”… “Ο γλάρος”… του Αντόν Τσέχωφ.
Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα θεατρικά του έργα του ανθρώπου που καθόρισε το θέατρο. Μια “Κωμωδία σε 4 πράξεις” όπως το ονόμασε ο ίδιος. “Γράφω αυτό το έργο όχι χωρίς ευχαρίστηση, παρόλο που αισθάνομαι ότι παραβιάζω σημαντικά τις θεατρικές παραδοσιακές συμβάσεις. Είναι μια κωμωδία με τρεις γυναικείους και έξι αντρικούς ρόλους, με τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο με λίμνη, πολλή συζήτηση περί λογοτεχνίας, λίγη δράση και πέντε τόνους έρωτα” είναι τα λόγια του μετριόφρονα Τσέχωφ προς τον εκδότη του.
Η αλήθεια όμως είναι ότι πρόκειται για ένα δράμα όπου οι ήρωές του κατατρέχονται από μελαγχολία. Αγαπούν, ελπίζουν, μισούν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Είναι ανήσυχοι και διψούν για πολλά. Τους διακατέχει όμως μια ανικανότητα να καταφέρουν να να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Είναι ίδιοι με τους γλάρους, που είναι σύμβολα ελευθερίας και πετάνε πάνω από τη λίμνη, ακόμα κι όταν δεχτούν τις σφαίρες κάποιου κυνηγού. Αισθάνονται τόσο συγκεχυμένα. Ότι η ζωή τους δεν είναι παρά μόνο ένα όνειρο.
Οι συνθήκες, στις οποίες ανέβηκε ο «Γλάρος», δεν ήταν ευνοϊκές. Αντιθέτως ήταν εξαιρετικά δύσκολες και πολύπλοκες. Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ εκείνη την περίοδο είχε φυματίωση που εμφάνισε επιπλοκή. Δεν ήταν σε καλή ψυχική κατάσταση ώστε να αντέξει να περάσει για δεύτερη φορά μια αποτυχία του «Γλάρου» παρόμοια με εκείνη, στο πρώτο του «ανέβασμα» στην Αγία Πετρούπολη. Η πρεμιέρα του «Γλάρου» πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1896 στο «Θέατρο Αλεξαντρίισκι» στην Πετρούπολη.