Σχεδόν αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος Ασαντ και τη φυγή του σύρου δικτάτορα στη Ρωσία άρχισε το κυνήγι των πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μετρητά και περιουσιακά στοιχεία που συσσώρευσαν διάφορα μέλη της οικογένειας κατά τη διάρκεια περισσότερου από μισού αιώνα δεσποτικής εξουσίας.

Οπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα της Wall Street Journal, το κυνήγι ενδέχεται να διαρκέσει χρόνια, τουλάχιστον λαμβάνοντας υπόψη τα χρόνια που χρειάστηκαν έως ότου να εντοπιστεί και να ανακτηθεί μέρος του πλούτου που είχαν καταφέρει να συσσωρεύσουν στο εξωτερικό ο Σαντάμ Χουσεΐν και ο Μουαμάρ Καντάφι. Από τότε που ο πατριάρχης της δυναστείας, Χαφέζ αλ Ασαντ, ανήλθε στην εξουσία το 1970, η οικογένεια Ασαντ δημιούργησε ένα εκτεταμένο δίκτυο επενδύσεων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ανά τον κόσμο.

Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων του φυγά πρώην δικτάτορα περιλαμβάνονται πολυτελή ακίνητα στη Ρωσία και στο Ντουμπάι, boutique ξενοδοχεία στη Βιέννη και ένα ιδιωτικό τζετ που βρίσκεται στο Ντουμπάι, σύμφωνα με αμερικανούς πρώην αξιωματούχους, δικηγόρους και ερευνητές οι οποίοι έχουν πραγματοποιήσει έρευνες για την τύχη της τεράστιας περιουσίας των Ασαντ.

Δικηγόροι με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα δηλώνουν ότι σχεδιάζουν να εντοπίσουν περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, με στόχο να τα ανακτήσουν για λογαριασμό του συριακού λαού. «Η περιουσία του καθεστώτος θα αναζητηθεί διεθνώς», δήλωσε στην Wall Street Journal ο Αντριου Τάμλερ, πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, ο οποίος μπόρεσε να εντοπίσει περιουσιακά στοιχεία των Ασαντ, εξετάζοντας τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο καθεστώς από τις ΗΠΑ.

«Είχαν πολύ χρόνο πριν από την επανάσταση για να ξεπλύνουν τα χρήματά τους. Είχαν πάντα ένα plan b και τώρα είναι καλά εφοδιασμένοι για την εξορία», πρόσθεσε.

Ο Μπασάρ αλ Ασαντ κατέφυγε στη Ρωσία την 8η Δεκεμβρίου, καθώς οι αντιπολιτευόμενοι αντάρτες εισέρχονταν στη Δαμασκό, τερματίζοντας την 24χρονη στυγνή δικτατορία του, η οποία ακολούθησε την τριακονταετή αυταρχική διακυβέρνηση του πατέρα του. Αμφότεροι οι ηγέτες χρησιμοποίησαν συγγενείς τους, για να κρύψουν τον πλούτο τους στο εξωτερικό, μέσω ενός μηχανισμού που συνέβαλε μεν στον πλουτισμό των μελών της οικογένειας αλλά προκάλεσε επίσης ευρύτερες εντάσεις στους κόλπους των Ασαντ.

Το ακριβές μέγεθος του πλούτου των Ασαντ

Αναγνωρίζοντας την αδυναμία ακριβούς υπολογισμού της περιουσίας της ευρύτερης οικογένειας, το 2022 το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε αποφανθεί πως οι επιχειρήσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται με τους Ασαντ θα μπορούσαν να αξίζουν από 1 έως και 12 δισεκατομμύρια δολάρια.

Στη σχετική έκθεση του αμερικανικού ΥΠΕΞ αναφερόταν ότι τα χρήματα αποκτήθηκαν κυρίως μέσω κρατικών μονοπωλίων και της εμπορίας ναρκωτικών (ιδιαίτερα της αμφεταμίνης captagon, γνωστής ως «χάπι των τζιχαντιστών») και, σε μικρότερο βαθμό, μέσω της επένδυσης αυτών των χρημάτων σε επικράτειες που δεν υπόκεινται στο Διεθνές Δίκαιο.

Ο πλούτος των Ασαντ δεν σταμάτησε να αυξάνεται ούτε όταν η πλειονότητα του συριακού λαού είχε γονατίσει από τον καταστροφικό αντίκτυπο του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε το 2011. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2022 σχεδόν το 70% του συριακού πληθυσμού ζούσε μέσα στη φτώχεια. «Πολλά από τα πιο ισχυρά πρόσωπα του βαριά στρατιωτικοποιημένου καθεστώτος είχαν επιχειρηματικό πνεύμα, ιδίως η γεννημένη στη Βρετανία σύζυγος του Μπασάρ αλ Ασαντ, Ασμα, πρώην στέλεχος της JPMorgan», συνοψίζει η Wall Street Journal, δημοσιογράφοι της οποίας αποπειράθηκαν, μάταια όμως, να επικοινωνήσουν με τον Ασαντ και άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του.

«Η κυρίαρχη οικογένεια ήταν ειδική τόσο στη βία όσο και στο οικονομικό έγκλημα», σημείωσε από την πλευρά του, μιλώντας στο αμερικανικό έντυπο, ο Τόμπι Κάντμαν, δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη βρετανική εταιρεία παροχής νομικών υπηρεσιών Guernica 37, ο οποίος έχει ερευνήσει τα περιουσιακά στοιχεία των Ασαντ.

Η εύρεση και η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των Ασαντ πιθανότατα θα είναι δύσκολη. Οι ΗΠΑ διεξήγαγαν μια μακροχρόνια εκστρατεία κυρώσεων κατά του καθεστώτος, αναγκάζοντας τους διαχειριστές της περιουσίας των Ασαντ να αποκρύπτουν πλούτο εκτός της Δύσης και μέσω φορολογικών παραδείσων. Οι ερευνητές που πρωτοστάτησαν στην έρευνα για τα κρυμμένα δισεκατομμύρια του Σαντάμ Χουσεΐν και του Μουαμάρ Καντάφι πέρασαν χρόνια, αναζητώντας ανθρώπους που συνδέονταν με τους δικτάτορες, ερευνώντας εταιρείες-κελύφη και ασκώντας διεθνείς αγωγές, ώστε να ανακτήσουν τα περιουσιακά στοιχεία, με περιορισμένη, όμως, επιτυχία.

Η Wall Street Journal αναφέρει ενδεικτικά πως από περιουσιακά στοιχεία ύψους περίπου 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχε συσσωρεύσει το καθεστώς Καντάφι, ανακτήθηκαν πολύ λίγα (περιλαμβανομένων ενός ακινήτου αξίας 12 εκατομμυρίων δολαρίων στο Λονδίνο και 100 εκατομμυρίων δολαρίων σε μετρητά στη Μάλτα), όπως ανέφερε πέρυσι ένας λίβυος αξιωματούχος.

Μονοπώλια, μίζες και ναρκωτικά

Οσον αφορά τον πλούτο των Ασαντ, νομικές ομάδες έχουν ήδη καταφέρει τη δέσμευση ορισμένων εκ των περιουσιακών τους στοιχείων. Δικαστήριο του Παρισιού πάγωσε, για παράδειγμα, το 2019 περιουσία ύψους 90 εκατομμυρίων ευρώ που κατείχε στη Γαλλία ο Ριφάατ αλ Ασαντ, θείος του Μπασάρ αλ Ασαντ, ο οποίος είχε την επιστασία μιας βίαιης καταστολής δυνάμεων της αντιπολίτευσης, το 1982.

Σύμφωνα με τη γαλλικη Δικαιοσύνη τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία αποκτήθηκαν μέσω συστηματικού και οργανωμένου ξεπλύματος δημοσίου χρήματος. Μιλώντας στην Wall Street Journal, o Ουίλιαμ Μπουρντόν, ένας γάλλος δικηγόρος με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα που κατέθεσε στο πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης στο Παρίσι, είπε ότι τα χρήματα που κατέληξαν σε φορολογικούς παραδείσους όπως το Ντουμπάι και η Ρωσία θα είναι πολύ πιο δύσκολο να δεσμευτούν και να ανακτηθούν.

Η οικογένεια Ασαντ άρχισε να συσσωρεύει πλούτο αμέσως μετά από την κατάληψη της εξουσίας -μέσω ενός αναίμακτου πραξικοπήματος- από τον πατέρα του Μπασάρ αλ Ασαντ. Ο Χαφέζ αλ Ασαντ ανάθεσε στον κουνιάδο του Μοχάμαντ Μαχλούφ, έναν απλό υπάλληλο αεροπορικής εταιρείας έως τότε, τον έλεγχο του επικερδούς μονοπωλίου εισαγωγής καπνού, όπως εξήγησε ο Αμπντέλ Νουρ, πρώην συμφοιτητής του Μπασάρ αλ Ασαντ.

Ο Μαχλούφ έλαβε επίσης τεράστιες μίζες στο πλαίσιο της ανάπτυξης του κατασκευαστικού τομέα στη Συρία ενώ όταν ο Μπασάρ αλ Ασαντ διαδέχθηκε τον πατέρα του, μεταβίβασε την επιχειρηματική αυτοκρατορία του στον δικό του γιο, ονόματι Ραμί Μαχλούφ. Δουλειά των Μαχλούφ ήταν να βγάζουν χρήματα για λογαριασμό του προέδρου και να χρηματοδοτήσουν το καθεστώς και την άρχουσα οικογένεια, όποτε χρειαζόταν.

«Οι Μαχλούφ είναι οι επιμελητές [της περιουσίας] των Ασαντ», ανέφερε σχετικά ο Ουίλιαμ Μπουρντόν, ο γάλλος δικηγόρος που έχει ερευνήσει τα περιουσιακά στοιχεία των Ασαντ. Στη συνέχεια ο Ραμί Μαχλούφ κατέστη ο κύριος χρηματοδότης του καθεστώτος με περιουσιακά στοιχεία σε τράπεζες, μέσα ενημέρωσης, καταστήματα αφορολογήτων ειδών, αεροπορικές εταιρείες και εταιρείες τηλεπικοινωνιών, αξίας 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Το 2008 η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις στον Μαχλούφ με την κατηγορία της αποκόμισης παράνομου οικονομικού οφέλους μέσω της συμβολής του στη διαφθορά σύρων αξιωματούχων. Το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου στη Συρία το 2011 προσέφερε στους Ασαντ νέες ευκαιρίες πλουτισμού.

Ο μικρότερος αδερφός του Μπασάρ αλ Ασαντ, ονόματι Μαχέρ, ήταν διοικητής της Τέταρτης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας η οποία, σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ασχολούνταν κυρίως με το λαθρεμπόριο χαπιών captagon ανά τη Μέση Ανατολή. Χάρη στα τεράστια έσοδα από την παράνομη διακίνηση του αποκαλούμενου «χαπιού των τζιχαντιστών» -περί τα 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μεταξύ 2020 και 2022- το καθεστώς Ασαντ κατάφερνε να αντισταθμίζει τη ζημιά που προκαλούσαν οι δυτικές οικονομικές κυρώσεις.

Διαβάστε ακόμη