Έτος επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας με όχημα το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να είναι το 2021, εκτιμά η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο.
Η σταδιακή έξοδος από την πανδημική κρίση, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ομαλή και ταχεία πρόοδο του εμβολιαστικού προγράμματος στη χώρα μας, αναμένεται να επαναφέρει την ελληνική οικονομική δραστηριότητα σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Κύριες συνιστώσες της δυναμικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να αποτελέσουν αφενός, η βελτίωση του οικονομικού κλίματος και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στο μεταπανδημικό τοπίο και αφετέρου, η χρηματοδότηση από τους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία θα συμβάλλει στην επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών μεγέθυνσης, αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha BankΑΛΦΑ -0,16% στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της τράπεζας.
Τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης
Η αναπτυξιακή τροχιά των επόμενων ετών αναμένεται να έχει ορισμένα κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, θα στηριχτεί, πρωτίστως, στην υψηλή αναλογία επενδυτικών κεφαλαίων και, δευτερευόντως, στην καταναλωτική δαπάνη. Η μεταστροφή αυτή αναμένεται να λάβει χώρα τόσο μέσω των διαθέσιμων πόρων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, όσο και μέσω της μόχλευσής τους από το τραπεζικό σύστημα. Τα προηγούμενα έτη, το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση (72% του ΑΕΠ, το 2020), ενώ οι επενδύσεις αποτελούσαν, διαχρονικά, ένα χαμηλό ποσοστό του συνολικού ΑΕΠ (11% του ΑΕΠ, το 2020). Η αναμενόμενη μεγάλη εισροή πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, το επόμενο διάστημα, εκτιμάται πως θα συμβάλλει στην υιοθέτηση νέων εμβληματικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και θα κινητοποιήσει νέες επενδύσεις ύψους Ευρώ 57,5 δισ. (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων 09.04.2021), πετυχαίνοντας την κάλυψη, σε ένα μεγάλο μέρος, του επενδυτικού κενού της χώρας που είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα έτη.
Δεύτερον, το νέο αναπτυξιακό μίγμα δύναται να μετασχηματίσει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Και τούτο διότι οι τομείς των επενδύσεων στους οποίους αναμένεται να διοχετευθούν αυτά τα κεφάλαια είναι ακριβώς εκείνοι που χρειάζεται η χώρα, όπως η ψηφιακή μετάβαση, στην οποία η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ή οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που είναι ένας εμβληματικός τομέας για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27) και στον οποίο η Ελλάδα έχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Τα κριτήρια με τα οποία το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης επιθυμεί τη διοχέτευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων περιλαμβάνουν, επίσης, τη στρατηγική προσανατολισμού προς την εξαγωγική δραστηριότητα, την έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία, καθώς και την αξιοποίηση των οικονομιών κλίμακας.
Ένας δεύτερος παράγοντας που αναμένεται να συμβάλλει στη μεταστροφή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας και στην εγκαθίδρυση ενός φιλικού περιβάλλοντος για επενδύσεις είναι η βελτίωση του αξιόχρεου της χώρας (με πιο πρόσφατη την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s (S&P) σε ΒΒ από ΒΒ-, με θετικές προοπτικές για το μέλλον, βλ. επόμενη ενότητα), γεγονός που μειώνει σημαντικά το κόστος δανεισμού τόσο για το Ελληνικό Δημόσιο, όσο και επακόλουθα για το τραπεζικό σύστημα. Ο φθηνότερος δανεισμός του χρηματοπιστωτικού τομέα αναμένεται να έχει θετικές επιπτώσεις και στη χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων μέσω των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς η συμμετοχή των τραπεζών στη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων αναμένεται να καλύπτει κατ’ ελάχιστον το 30% των προκρινόμενων επενδυτικών σχεδίων (με το υπόλοιπο να καλύπτεται από τα δάνεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης κατ’ ανώτατον 50% και από ίδιους πόρους κατ’ ελάχιστον 20%).
Καθοριστικός ο ρόλος των τραπεζών
Ο ρόλος των τραπεζών στην άριστη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου είναι καθοριστικής σημασίας. Οι τράπεζες συνιστούν τον πιο αξιόπιστο μηχανισμό κατανομής των αποταμιευτικών πόρων της κοινωνίας, ενώ, με βάση το κριτήριο της βιωσιμότητας μιας επένδυσης, μπορούν να συμβάλλουν στην επιλογή των projects που ικανοποιούν τα πρότυπα πιστωτικά κριτήρια, με υψηλά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για την οικονομία. Επιπρόσθετα, η συντελεσθείσα αύξηση των αποταμιεύσεων, σε συνδυασμό με τη δέσμη μέτρων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συμπεριλαμβανομένων της αποδοχής των ελληνικών ομολόγων στις πράξεις αναχρηματοδότησης και των άλλων εποπτικών μέτρων, αύξησαν σημαντικά τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.