“Μαγεία προσπαθώ να δώσω στον κόσμο, σε αυτήν τη γη. Μαγεία θέλω να πάρω κι όταν βρεθώ στον ουρανό.”
Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Κάποτε ήταν η Αλίκη, το πιο φωτογενές πρόσωπο της ελληνικής οθόνης. “Μερικές φορές έχω την εντύπωση πως η ηλικία μου είναι περισσότερο φλέγον ζήτημα από την ελληνοτουρκική κρίση. Και ξέρω πως πολλοί ασχολούνται με αυτήν” είχε πει στον Ζάχο Χατζηφωτίου, σε συνέντευξή της το 1977 στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”. Kι αυτό το ζήτημα – δηλαδή του“πόσο χρόνων είναι”- απασχόλησε το κοινό από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘60.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν ευλογημένη με αειθαλή νεότητα κι όπως το έθετε η ίδια, ήταν“ένα χαμόγελο” σε μια δύσκολη και σκοτεινή εποχή. Γεννημένη “ξεχωριστή”, έζησε μια ζωή, που θα έλεγε κανείς, πως θύμιζε κινηματογραφική ταινία σαν εκείνες που πρωταγωνιστούσε.
Αναμφίβολα, το μόνο που δε θύμιζε το happy end στις ταινίες της Φίνος Φίλμ, ήταν το πρόωρο τέλος της.
“’Εκλεισα τα μάτια μου και ονειρεύτηκα όσα η ίδια, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, πολλά βράδια μου αφηγούνταν για τη ζωή της ή μου διάβαζε από διάφορες σημειώσεις που κρατούσε. Ναι, η Αλίκη για τους ξένους ήταν η “απλησίαστη” σταρ, για μένα όμως, το γιο της, ήταν η πιο γλυκιά και συμπονετική μάνα. Και η ζωή της έμοιαζε από τη μία με αρχαίο δράμα, αλλά από την άλλη είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν παραμύθι. Όπως το παραμύθι της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων…” γράφει ο γιος της, Γιάννης Παπαμιχαήλ, στο οπισθόφυλλο της πολυσυζητημένη βιογραφίας “’Εχω ένα μυστικό” των εκδόσεων Λιβάνη.