Τα επίσημα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η Ελλάδα χάνει σταδιακά ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στο μέτωπο της ακρίβειας: το συγκρατημένο κόστος της στέγασης. Την τελευταία πενταετία συγκλίνουμε ταχύτατα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μάλιστα σε όρους αγοραστικής δύναμης, κάτι που σημαίνει ότι λαμβάνεται υπόψη και η διαφορά στο μισθολογικό. Αυτή η… σύγκλιση, αλλά και το γεγονός ότι η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει παραδοσιακά υψηλότερο κόστος για τα είδη διατροφής συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δικαιολογεί και το έντονο αίσθημα δυσαρέσκειας για την ακρίβεια, καθώς στέγαση και σίτιση απορροφούν το μεγαλύτερο κομμάτι του μηνιαίου εισοδήματος.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η σύγκριση των τιμών στην Ελλάδα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά και τις αντίστοιχες των υπολοίπων χωρών, γίνεται από τη Eurostat σε όρους ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης προκειμένου να εξαλείφεται ο παράγοντας των διακυμάνσεων στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και η σύγκριση να καθίσταται πιο αξιόπιστη. Τέλειος δείκτης για τη σύγκριση δεν υπάρχει, καθώς υπεισέρχονται πολλές παράμετροι: το διαθέσιμο εισόδημα, το πραγματικό εισόδημα (σ.σ. δηλαδή όχι μόνο το ονομαστικό, αλλά και αυτό που δεν δηλώνεται και δεν καταγράφεται) κ.λπ. Αυτές οι «αδυναμίες» όμως παραμένουν σταθερές και διαχρονικές, κάτι που σημαίνει ότι η αποτύπωση μιας τάσης είναι εφικτή.
Ο δείκτης στέγασης αποτυπώνει την πορεία ενός καλαθιού τιμών που περιλαμβάνει τα ενοίκια, τους λογαριασμούς ύδρευσης και αποχέτευσης, τους αντίστοιχους ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, αλλά και τα υπόλοιπα προϊόντα ενέργειας με κυριότερο (και μεγάλης σημασίας για την Ελλάδα) το πετρέλαιο θέρμανσης. Το 2019, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας αλλά και της ενεργειακής – πληθωριστικής κρίσης, το κόστος αυτού του «καλαθιού» στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 66,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και η Ελλάδα καταλάμβανε την 9η θέση από το τέλος στη σχετική κατάταξη. Σε αυτό είχε συμβάλει τα μέγιστα η αποκλιμάκωση των τιμών των ακινήτων –και κατά συνέπεια και των ενοικίων– κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Ελλάδα προσεγγίζει συνεχώς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πλέον έχει φτάσει στο 70,6% αυτού. Σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σημαίνει ότι το ποσοστό ανατιμήσεων στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερo για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Στα τρόφιμα η Ελλάδα ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό δεν είναι απόρροια της πληθωριστικής κρίσης που ξέσπασε μετά το 2021, αλλά μια κατάσταση που καταγράφεται ήδη από το 2019. Ο σχετικός δείκτης του 2019 έδειχνε ότι οι τιμές στην Ελλάδα έφταναν στο 103,3% του ευρωπαϊκού μέσου, επίπεδο στο οποίο παραμένει και σήμερα (σ.σ. τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat αφορούν το 2023). Το καλάθι των ειδών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα εμφανίζεται ακριβότερο από το αντίστοιχο της Γερμανίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας και συνολικά φέρνει τη χώρα στη 17η θέση της κατάταξης.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται σε μια από τις 6 ακριβότερες χώρες της Ευρώπης στο καλάθι των επικοινωνιών, με τις τιμές να φτάνουν στο 142,5% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Μόνο η Ελβετία, η Νορβηγία, το Βέλγιο, η Ισλανδία και το Λουξεμβούργο καταλαμβάνουν υψηλότερες θέσεις. Συγκριτικά με το 2019 καταγράφεται… πρόοδος, καθώς η Ελλάδα είχε βρεθεί προ 5ετίας στο 174,9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και στην 3η υψηλότερη θέση της Ε.Ε. Η πρόοδος αποδίδεται στο γεγονός ότι εν μέσω πληθωριστικής κρίσης οι τιμές στις επικοινωνίες δεν έχουν αυξηθεί.
Χαμηλή θέση στην κατάταξη καταλαμβάνει η Ελλάδα στη δαπάνη εκπαίδευσης με ποσοστό 61,5% του μέσου όρου. Βέβαια, οι συγκεκριμένες δαπάνες στην Ελλάδα έχουν την «ιδιαιτερότητα» των αυξημένων μαύρων συναλλαγών, οι οποίες επηρεάζουν ξεκάθαρα τις τιμοληψίες, άρα και τις συγκρίσεις. Στα αλκοολούχα ποτά και στα καπνικά προϊόντα οι τιμές κινούνται ακριβώς στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (99,2%), ενώ το ίδιο ισχύει και για τα είδη ένδυσης και υπόδησης (97,9%). Στα έπιπλα και στον οικιακό εξοπλισμό η Ελλάδα κινείται στο 92,2% του μέσου όρου και στις μεταφορές στο 89,1%.
Στο σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών, η Ελλάδα βρίσκεται στο 82,9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου έναντι 84,8% το 2019. Αυτό το ποσοστό κατατάσσει την Ελλάδα στην 9η θέση από το τέλος. Το 2019 ήμασταν στην 11η θέση.
Διαβάστε ακόμη:
- Ινδία-Πακιστάν: Αντάλλαξαν πυραυλικές επιθέσεις σε στρατιωτικές βάσεις – Ο πρώτος μεγάλος πόλεμος των Drones στην ιστορία
- Νέα Δημοκρατία: Γιατί οι βουλευτές της Ανατολικής Αττικής δεν κάνουν «παρέα» στον Πρωθυπουργό;
- H χώρα με τις πιο όμορφες γυναίκες στον κόσμο – Σε ποια θέση βρίσκονται οι Ελληνίδες
- Πάπας Λέων ΙΔ’: Τι μισθό παίρνει ο πάπας – To «μοντέλο» του Πάπα Φραγκίσκου