Ο τερματισμός της ακραίας φτώχειας μπορεί –τελικώς– να επιτευχθεί έως το 2050, χάρη στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών με χαμηλό εισόδημα, σύμφωνα με νέα οικονομική πρόβλεψη, που δημοσιεύει ο Guardian.
Αν και η πανδημία του κορωνοϊού άρχισε να αντιστρέφει την πρόοδο στην εξάλειψη της ακραίας φτώχειας και αναμένεται να προκύψουν πρόσθετες προκλήσεις, η ζημιά μπορεί να έχει πολύ περιορισμένο αντίκτυπο στη συνολική πορεία της οικονομικής ανάπτυξης, σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου για την Παγκόσμια Ανάπτυξη (CGD).
«Γνωρίζουμε ότι ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός το 2050 και η κλιματική αλλαγή αποτελεί τεράστια ανησυχία για το μέλλον», τόνισε ο Τσαρλς Κένι, ανώτερος συνεργάτης του CGD και ένας από τους συντάκτες της έκθεσης. «Δεν μπορούμε, όμως, να την αφήσουμε να επισκιάσει το γεγονός ότι η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη δεν θα πρέπει να αφήσει σχεδόν κανέναν έρμαιο της πλέον απελπιστικής φτώχειας, που ήταν η μοίρα της συντριπτικής πλειονότητας της ανθρωπότητας για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, παρότι θα μπορούσε να έχει εξαλειφθεί εδώ και δεκαετίες».
Ο κ. Κένι ανέφερε ότι η ανισότητα είναι πιθανό να παραμείνει και η φτώχεια θα εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά η υψηλότερη ανάπτυξη θα πρέπει να σημάνει πως οι περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν σταθερή απασχόληση και εισοδήματα. Συη συνέχεια, σημείωσε ότι μέχρι το 2050, καμία χώρα δεν θα κατατάσσεται στην κατηγορία χαμηλού εισοδήματος, η οποία σήμερα ορίζεται με κατά κεφαλήν εισόδημα τα 1.085 δολάρια ή λιγότερο.
Ο Τσαρλς Κένι και ο συνεργάτης του, Ζακ Γκίαν, συγκέντρωσαν ιστορικά δεδομένα σχετικά με το εισόδημα, τις δημογραφικές αλλαγές, την εκπαίδευση και τη θερμοκρασία, προκειμένου να προβλέψουν τη μελλοντική μορφή της παγκόσμιας οικονομίας.
Σύμφωνα με την πρόβλεψη, η ακραία φτώχεια –η διαβίωση με λιγότερα από 2.15 δολάρια την ημέρα– θα μειωθεί κάτω από το 2% παγκοσμίως μέχρι το 2050 από περίπου 8%, το 2022. Στην Αφρική, όπου είναι η υψηλότερη, θα μειωθεί από το 29%, στο 7%. Περισσότερα από τα 2/3 του κόσμου θα μπορούσαν να ζουν με περισσότερα από 10 δολάρια την ημέρα μέχρι το 2050, από περίπου 42% σήμερα.
Οι συγγραφείς προέβλεψαν πολύ βραδύτερη ανάπτυξη στις χώρες υψηλού εισοδήματος τις επόμενες δύο δεκαετίες, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να αυξάνεται μόνο κατά περίπου 20% από το 2019, ενώ, διπλασιάζεται στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Ο Ράτιν Ρόι, Διευθύνων Σύμβουλος της δεξαμενής σκέψης με ειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις, ODI, υπογράμμισε ότι οι προβλέψεις του Κένι είναι εφικτές «αν όλοι κάνουν το σωστό», μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα.
«Αυτό που βλέπουμε τα τελευταία 100 χρόνια είναι ότι οι άνθρωποι δεν προέβαιναν σε ορθές πρακτικές. Στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου, η παγκόσμια φτώχεια μειωνόταν, μέχρι και πριν από τρία χρόνια. Στη συνέχεια, άρχισε να αυξάνεται εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων η πανδημία. Η εκ νέου μείωση αποδεικνύεται πολύ δύσκολη». Ο κ. Ρόι ανέφερε ότι είναι σημαντικό για τα κράτη να φροντίζουν τους λιγότερο τυχερούς. Το γεγονός ότι η φτώχεια εξακολουθεί να υφίσταται σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής υποδεικνύει ότι θα απαιτηθούν περισσότερα από μία απλή οικονομική ανάπτυξη.
«Δεν αρκεί μόνον η επίτευξη υψηλών επιπέδων εισοδήματος. Αν ήταν έτσι, τα παιδιά δεν θα πήγαιναν πεινασμένα στο σχολείο. Οι άνθρωποι δεν θα υπέφεραν εξαιτίας της έλλειψης ιατρικής φροντίδας και της απώλειας θέσεων εργασίας και δεν θα είχαμε εξαθλίωση, αστέγους και τράπεζες τροφίμων που συναντούμε σε χώρες με κατά κεφαλήν εισόδημα 44.000 δολάρια», σχολίασε.
Ο κ. Κένι τόνισε ότι η πρόβλεψη του μέλλοντος των παγκόσμιων οικονομιών είναι χρήσιμη, διότι βοηθά να σκεφθούμε πώς θα μπορούσαν να φανούν στο μέλλον ζητήματα όπως η φτώχεια ή οι στρατιωτικές δαπάνες και να προσαρμόσουμε τις συζητήσεις γύρω από αυτά. Ακόμη, εξέφρασε την ανησυχία ότι οι προβλέψεις του δείχνουν μικρή ανάπτυξη στις πλούσιες χώρες –η γήρανση του πληθυσμού μπορεί να τις οδηγήσει στην υιοθέτηση απομονωτικών και αυταρχικών πολιτικών ως απάντηση στις υφέσεις– αλλά συνολικά, δήλωσε αισιόδοξος.
«Αν κοιτάξετε πού βρίσκονται οι δημογραφικές τάσεις, όλα φαίνονται πραγματικά μάλλον θετικά για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος στο σύνολό τους. Είμαι σταθερά πιο αισιόδοξος γι’ αυτές, με την επιφύλαξη ότι κάποια από αυτά εξαρτώνται από το τι θα κάνουν οι πλούσιες χώρες αλλά και από άγνωστους παράγοντες», ολοκλήρωσε.
Διαβάστε ακόμη: