Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να καθυστερήσει η επαναφορά της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης βρίσκεται η κυβέρνηση, λόγω και των νέων δεδομένων που διαμορφώνει στην οικονομία ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η αναβάθμιση από την καναδική DBRS, την Παρασκευή, δεν φέρνει την… άνοιξη, καθώς οι δύο μεγάλοι οίκοι, Moody’s και S&P, εμφανίζονται διστακτικοί έναντι της Ελλάδας.

Την Παρασκευή, ο καναδικός οίκος DBRS ανέβασε ένα «σκαλοπάτι» την αξιολόγηση της Ελλάδας και πλέον απέχει ένα σκαλί από την επενδυτική βαθμίδα.

Αν η DBRS, παρότι είναι ο μικρότερος από τους τέσσερις κορυφαίους οίκους αξιολόγησης, ανέβαζε την Ελλάδα στο investment grade, αυτό θα ήταν αρκετό για να έχει η χώρα όλα τα «προνόμια» που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως η συμμετοχή στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς ο οίκος είναι ένας από τους τέσσερις που αναγνωρίζονται από την ΕΚΤ.

Ο οίκος όμως άλλαξε την προοπτική της αξιολόγησης του ελληνικού χρέους από θετική σε σταθερή, κάτι που σημαίνει ότι, κατά πάσα πιθανότητα, μέσα στο επόμενο 12μηνο δεν θα προχωρήσει σε άλλη αναβάθμιση.

Μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, υπήρχε συγκρατημένη αισιοδοξία στην Αθήνα ότι μέσα στο 2022 θα μπορούσε η Ελλάδα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, που χάθηκε την περίοδο της μεγάλης κρίσης του 2009 – 2010. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στα τέλη Ιανουαρίου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας εμφανιζόταν αισιόδοξος ότι «η χώρα μπορεί να ανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα προς το τέλος του 2022 και σίγουρα το 2023».

Όπως είχε εξηγήσει ο κ. Στουρνάρας, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν είναι σημαντική μόνο για τα κρατικά ομόλογα, αλλά συνολικά για την προσέλκυση κεφαλαίων. «Πρέπει να σπεύσουμε να την αποκτήσουμε, διότι τα οφέλη της ξεπερνούν τα οφέλη που θα έχουμε λόγω ελληνικών ομολόγων και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς θα προσελκυστούν κεφάλαια. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Αυτή τη στιγμή γύρω στα 100 περίπου funds ασχολούνται με την Ελλάδα. Όταν πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα, θα γίνουν 1.000».

 

Ο πόλεμος στην Ουκρανία όμως ανατρέπει το βασικό μακροοικονομικό σενάριο για την Ελλάδα και κάνει τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης έντονα επιφυλακτικούς στις επόμενες κινήσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2021 αναμένεται πλέον να είναι ακόμη και 2% χαμηλότερος από τις αρχικές προβλέψεις για 5%, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να υπερδιπλασιασθεί, σε σχέση με την αρχική εκτίμηση για περίπου 2%.

Την επιφυλακτικότητα των οίκων έδειξε με τον πιο σαφή τρόπο η στάση της Moody’s, που έχει «προσπεράσει» την Ελλάδα σε δύο διαδοχικά «ραντεβού» για την ανακοίνωση νέας αξιολόγησης.

Η Moody’s αναμενόταν να προχωρήσει σε ανακοινώσεις στις 19 Νοεμβρίου, αλλά άφησε την ημέρα να περάσει χωρίς να κινηθεί.

Το ίδιο ακριβώς έκανε και την περασμένη Παρασκευή, μεταθέτοντας σε ακόμη πιο μακρινό χρόνο την επόμενη αναβάθμιση της Ελλάδας.

Την ίδια στάση είχε κρατήσει και ο έτερος αμερικανικός οίκος αξιολόγησης, η S&P Global Ratings, «προσπερνώντας» την Ελλάδα τον περασμένο Οκτώβριο.

Αργότερα, στέλεχος της S&P είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο αναβάθμισης τον Απρίλιο του 2022, αλλά αυτή η δήλωση είχε γίνει πριν το ξέσπασμα του πολέμου και την αλλαγή βασικών υπολογισμών για την ελληνική οικονομία.

Πλέον, όπως αναφέρουν αναλυτές, είναι πολύ αμφίβολο αν θα τολμήσει μια αναβάθμιση η S&P τον Απρίλιο, ιδιαίτερα αν δεν έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει το σκηνικό στην Ουκρανία, ώστε να έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία οι οικονομικές προβλέψεις.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει μια ιδιαιτερότητα, που καθιστά ιδιαίτερα προσεκτικούς τους οίκους: στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είχε «κάψει» τους οίκους, τραυματίζοντας σοβαρά την αξιοπιστία τους, καθώς μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε η χώρα που πέρασε από την ανώτερη βαθμίδα αξιολόγησης (“A”) στην αναδιάρθρωση του χρέους.

Έτσι, οι οίκοι δεν θα ήθελαν να κάνουν βιαστικές κινήσεις επαναφοράς της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, χωρίς να έχουν την ασφάλεια ότι δεν θα το μετανιώσουν λίγο αργότερα…