Η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας της Κίνας, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, για την υιοθέτηση ενός συνδυασμού μεταρρυθμίσεων με φιλικά χαρακτηριστικά προς την ιδιωτική αγορά, με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και, επιπλέον, η είσοδος της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το 2001, είχαν ως αποτέλεσμα τη μετεξέλιξη της κινεζικής οικονομίας σε μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες του κόσμου.

Όπως σημειώνει σε σχετική ανάλυση η Alpha Bank, η ανάπτυξη του εμπορίου σε διεθνές επίπεδο για την Κίνα ήταν εντυπωσιακή, καθώς το μερίδιό της στο παγκόσμιο εμπόριο, στην περίοδο 1995-2018, τετραπλασιάστηκε. Συγκεκριμένα, το 1995, η αξία των εισαγωγών και εξαγωγών αγαθών της Κίνας ανήλθε σε 281 δισ. δολάρια ή 3% του παγκόσμιου εμπορίου, ενώ, το 2018, το συνολικό εμπόριο αγαθών έφτασε τα 4,6 τρισ. δολάρια, ήτοι το 12,4% του παγκόσμιου εμπορίου.

Σημειώνεται ότι καμία άλλη χώρα δεν έχει κατορθώσει να αυξήσει το μερίδιό της στο παγκόσμιο εμπόριο τόσο γρήγορα.

Επιπρόσθετα, η περίοδος 1995-2018, χαρακτηρίστηκε από τη διεύρυνση των οικονομικών δεσμών των ΗΠΑ με την Κίνα, καθώς η τελευταία αποτελούσε μια σημαντική αγορά για πολλές αμερικανικές εταιρείες.

Ωστόσο, οι διμερείς εμπορικές σχέσεις διαταράχτηκαν στο πρόσφατο παρελθόν και εισήλθαν σε μια φάση κλιμακούμενης τριβής, η οποία, σε αρκετές περιπτώσεις, επέφερε ανοιχτές αντιπαραθέσεις.

Η κλιμάκωση των εντάσεων

Οι ανησυχίες των ΗΠΑ για τις οικονομικές, εμπορικές, επενδυτικές και τεχνολογικές πρακτικές της Κίνας άρχισαν να εντείνονται, καθώς οι οικονομικοί τους δεσμοί γίνονταν όλο και ισχυρότεροι.

Οι βασικές αιτίες των ανησυχιών εστιάζονται στο ρόλο του κράτους στην κινεζική οικονομία, στον κρατικό έλεγχο των πληροφοριακών συστημάτων και των επικοινωνιών, στο θολό τοπίο στις σχέσεις μεταξύ των κινεζικών αρχών και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, στην αποφυγή ανοίγματος της εγχώριας αγοράς της Κίνας στους αλλοδαπούς επιχειρηματίες, στις αποκλίνουσες προσεγγίσεις στους εμπορικούς κανόνες, καθώς και στις βασικές διαφορές στις συνθήκες λειτουργίας των οικονομικών και των νομικών συστημάτων των δύο χωρών.

Αξίζει να επισημανθεί ότι η απροθυμία των αρχών της Κίνας να αποδεχτούν τους προβληματισμούς των ΗΠΑ έχει προκαλέσει τα τελευταία χρόνια την κλιμάκωση των εντάσεων στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις.

Διμερές εμπόριο και επενδύσεις

Το 2020, η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ, η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά των ΗΠΑ και η μεγαλύτερη πηγή εισαγωγών των ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι οι εισαγωγές αγαθών των ΗΠΑ από την Κίνα μειώθηκαν κατά 103,8 δισ. δολάρια, στην περίοδο 2018-2020 .

Σε επενδυτικό επίπεδο, οι ροές των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) μεταξύ των δύο χωρών, σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Rhodium Group, έχουν επιβραδυνθεί, από το 2017, ενώ οι χρηματοοικονομικοί δεσμοί επεκτείνονται.

Ειδικότερα, οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) από την Κίνα στο βιομηχανικό κλάδο των ΗΠΑ, στην περίοδο 1990-Ιούνιος 2020, ανήλθαν σε 155 δισ. δολάρια, ενώ οι αντίστοιχες ΑΞΕ των ΗΠΑ στην Κίνα διαμορφώθηκαν σε 258 δισ. δολάρια. Επιπρόσθετα, τον Δεκέμβριο 2020, αμερικανικά επενδυτικά χαρτοφυλάκια κατείχαν 100 δισ. δολάρια κινεζικού χρέους και 1,1 τρισ. δολάρια σε κινεζικές μετοχές, ενώ Κινέζοι επενδυτές κατείχαν 1,4 τρισ. δολάρια αμερικανικού χρέους και 720 δισ. δολάρια σε μετοχές των ΗΠΑ.

Η αποτίμηση της εμπορικής συμφωνίας “phase one agreement”

Το 2018, οι ΗΠΑ αποφάνθηκαν ότι η Κίνα εμπλέκεται σε εξαναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα και σε απόκτηση εμπορικών πληροφοριών μέσω του κυβερνοχώρου, πρακτικές που δεν συμβαδίζουν με το πνεύμα της αγοράς, καθώς και σε στρατηγικές εξαγορές στις ΗΠΑ με κρατική χρηματοδότηση.

Οι εν λόγω ενέργειες ανάγκασαν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα, αξίας περίπου 250 δισ. δολαρίων.

Η κυβέρνηση της Κίνας αντέδρασε επιβάλλοντας, με τη σειρά της, δασμούς αξίας 110 δισ. δολαρίων για μια ομάδα αμερικανικών αγαθών.

Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, το 2018, επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα, για την αντιμετώπιση της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στην Κίνα. Σημειώνεται ότι οι περισσότεροι εκ των δασμών διατηρούνται σε ισχύ.

Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα υπέγραψαν, τον Ιανουάριο 2020, τη συμφωνία ‘phase one agreement’, σύμφωνα με την οποία η Κίνα δεσμεύτηκε να ενισχύσει την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, να αυξήσει την πρόσβαση στη γεωργία και στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2017 και να αγοράσει αμερικανικά προϊόντα, αξίας 200 δισ. δολαρίων, κατά την επόμενη διετία, προκειμένου να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ.

Αναλυτικά, η Κίνα δεσμεύτηκε να δαπανήσει 77,7 δισ. δολάρια στον κατασκευαστικό τομέα, 52,4 δισ. δολάρια στον τομέα της ενέργειας, 37,9 δισ. δολάρια στις υπηρεσίες και 32 δισ. δολάρια σε εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων. Ωστόσο, η συμφωνία άφησε σε εκκρεμότητα διάφορα ζητήματα, όπως η πάγια πολιτική της Κίνας να επιδοτεί επιχειρήσεις.

Η εμπορική αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα θα αλλάξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες

Οι σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας παραμένουν σε αρνητικό κλίμα, καθώς οι δύο χώρες βρίσκονται, επί του παρόντος, σε μια σειρά αντιπαραθέσεων για διάφορα ζητήματα, όπως το εμπόριο, η προέλευση της πανδημίας Covid-19, οι στρατιωτικές κινήσεις στην αμφισβητούμενη θάλασσα της Νότιας Κίνας και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, στις πρώτες εβδομάδες της εξουσίας του, στην επικοινωνία που είχε με τον Κινέζο ομόλογό του, άφησε να εννοηθεί ότι θα ακολουθήσει παρόμοια σκληρή γραμμή με εκείνη του προκατόχου του, αποκαθιστώντας την αξιοπιστία των ΗΠΑ και επαναβεβαιώνοντας ότι οι ΗΠΑ δεν θα απωλέσουν τον ηγετικό τους ρόλο και αυτές θα καθορίζουν τη διεθνή ατζέντα, συνεργαζόμενες με χώρες όπως η Ινδία, για τη διαμόρφωση νέων κανόνων και συμφωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στην παρούσα φάση, η Κίνα ακολουθεί μια στρατηγική η οποία επικεντρώνεται στις εγχώριες προτεραιότητες, στη μείωση της εξάρτησης από τις ΗΠΑ, ενώ, παράλληλα, προσπαθεί να αυξήσει την εξάρτηση του υπόλοιπου κόσμου από αυτήν και, κατά επέκταση, την εμβέλεια επιρροής της στο εξωτερικό.

Η υιοθέτηση πολιτικών ενίσχυσης της εγχώριας βιομηχανίας και επιδοτήσεων για την προώθηση των οικονομικών, τεχνολογικών και στρατιωτικών στόχων της Κίνας συνεχίζει να εντείνει τον προβληματισμό των ΗΠΑ.

Άλλωστε, πρωτοβουλίες όπως η αποκαλούμενη ‘Made in China 2025’, η οποία στοχεύει στη δημιουργία ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων για την Κίνα σε βιομηχανίες στρατηγικού χαρακτήρα, αποκτώντας τεχνολογία και τεχνογνωσία από αμερικανικές εταιρείες, αποτελεί σημείο τριβής στις διμερείς σχέσεις μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ.

Το σχέδιο ‘Made in China 2025’ περιλαμβάνει την αντικατάσταση της εξάρτησης της Κίνας από τις εισαγωγές ξένων τεχνολογιών με δικές της καινοτομίες και τη δημιουργία κινεζικών εταιρειών που θα μπορούν να ανταγωνιστούν τόσο στην εγχώρια, όσο και στην παγκόσμια αγορά.

Με τον τρόπο αυτό η Κίνα στοχεύει να επανατοποθετηθεί στην αλυσίδα προστιθέμενης αξίας, με σκοπό από κατασκευαστής χαμηλού κόστους να μετατραπεί σε έναν άμεσο ανταγωνιστή χωρών όπως η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και η Γερμανία.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.