Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν και ο ομόλογός του της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν συγκροτούν ένα παράξενο ζευγάρι στη διεθνή σκηνή, υποστηρίζει εκτενές άρθρο της βρετανικής επιθεώρησης The Economist, το οποίο αναζητά τον πυρήνα της συμφωνίας μεταξύ των δυο ηγετών έναντι της Ε.Ε. και των ΗΠΑ.
Το Κρεμλίνο έχει κατηγορήσει το ΝΑΤΟ ότι προσπαθεί να ανατρέψει τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Όμως, υπάρχει μια χώρα του ΝΑΤΟ και υποψήφιο μέλος της ΕΕ με την οποία ο Πούτιν είναι ευτυχής: Η Τουρκία, αναφέρει εισαγωγικά το άρθρο του Economist.
O Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει αναφέρει τίποτα για την υπόθεση Ναβάλνι ούτε για τις συλλήψεις χιλιάδων Ρώσων οι οποίοι συμμετείχαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, επισημαίνει το άρθρο.
Η σιωπή του είναι η μαρτυρία μιας σημαντικής συμφωνίας που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στους δυο αυταρχικούς ηγέτες. Είναι μια σημαντική σχέση.
Βαθιές ιστορικές αντιπαλότητες χωρίζουν την Ρωσία και την Τουρκία, και τα συμφέροντά τους συγκρούονται, μερικές φορές βίαια, σε πολλά πεδία. Ωστόσο, οι δυο άνδρες μοιράζονται έναν κοινό δεσμό σκληρής ισχύος που αναμορφώνει την περιφερειακή πολιτική και προξενεί απροσδόκητα προβλήματα στους δυτικούς συμμάχους της Τουρκίας”.
Το άρθρο επισημαίνει ότι οι παράλληλοι βίοι των δυο προέδρων Πούτιν και Ερντογάν βασίζεται ότι τόσο στον όγκο της στρατιωτικής ισχύος τους, αλλά στην ετοιμότητα των δυο δυο να κάνουν χρήση της ισχύος αυτής, σε αντίθεση με την Δύση.
Ρωσία και Τουρκία έχουν ανοικτό κανάλι επικοινωνίας και συνεργασίας, που συνιστά μία από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές αλλαγές από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. τονίζεται στο άρθρο.
Όπως μάλιστα είπε τον Οκτώβριο ο ίδιος ο Πούτιν για τον Τούρκο ομόλογό του, «η συνεργασία με τέτοιον εταίρο είναι όχι μόνο ευχάριστη αλλά και ασφαλής».
Αμφότεροι κατανοούν πως δεν έχει τόση σημασία η ισορροπία της ισχύος αλλά η ετοιμότητα χρήσης της», είναι τα λόγια του Αντρέι Κορτούνοφ, επικεφαλής του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων, ο οποίος δίνει σαν παράδειγμα της διστακτικότητας των υπέρτερων αμερικανικών δυνάμεων την άρνησή τους να παρέμβουν δυναμικά στη Συρία, όπως έκαναν Μόσχα και Άγκυρα.
Το άρθρο κάνει μια ιστορική αναδρομή σε προηγούμενες συνεργασίες της Μόσχας με την Άγκυρα, υπενθυμίζοντας και τον εξοπλισμό του Κεμάλ Ατατούρκ από τον Λένιν εναντίον Ελλήνων και Βρετανών στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Επίσης επισημαίνεται ότι μετά την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους από τουρκικές δυνάμεις στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας το 2015 υπήρξε μια πρόσκαιρη ένταση μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας.
Ωστόσο η απροθυμία της Δύσης να στηρίξει τότε την Άγκυρα και η σύσφιξη των σχέσεων Πούτιν-Ερντογάν κατά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 στην Τουρκία, άλλαξαν εντελώς την εικόνα, τονίζει το άρθρο.
Προσθέτει μάλιστα τις φήμες περί προειδοποίησης του Τούρκου προέδρου για το επιχειρηθέν πραξικόπημα από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, για το οποίο πλέον η Άγκυρα κατηγορεί ανοικτά τις ΗΠΑ.
«Όταν το ΝΑΤΟ δεν έσπευσε σε βοήθεια της Τουρκίας, οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι ο μόνος τρόπος να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στη Συρία ήταν μέσω συμφωνίας με τη Ρωσία, και η συμφωνία αυτή αντέχει ακόμη», σχολιάζει στο περιοδικό ο Εμρέ Ερσέν, ειδικός σε θέματα της Ρωσίας στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, στην Κωνσταντινούπολη.
Ακολούθησε πληθώρα προσωπικών επαφών Πούτιν-Ερντογάν, η αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων κι η ανταλλαγή απόψεων και ειδήσεων μεταξύ των δύο φαινομενικά μη συμβατών εθνών σε ηλεκτρονικές και συμβατικές πλατφόρμες πληροφοριών.
«Δεν πρέπει επίσης να υποτιμούμε τις επιχειρηματικές σχέσεις», προσθέτει ο Μπελούλ Οζκάν, καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.
Τονίζεται, τέλος, η κοινή νοσταλγία των δύο ηγετών για το αυτοκρατορικό παρελθόν των χωρών τους, επισημαίνοντας ότι «ο κ. Ερντογάν έχει θέσει το Οθωμανικό παρελθόν της χώρας του στην υπηρεσία μιας πιο επιθετικής εξωτερικής πολιτικής, “υπονοώντας την αποκατάσταση της τουρκικής εξουσίας στα ελληνικά νησιά που αγκαλιάζουν τις ακτές της στο Αιγαίο” και αντιπαρατιθέμενος με την Ελλάδα, την Κύπρο και τη Γαλλία στην πλούσια σε κοιτάσματα φυσικού αερίου ανατολική Μεσόγειο».