Η σχετικά αποτελεσματική αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, καθώς και οι μη συμβατικές πολιτικές τόνωσης της ρευστότητας από την ΕΚΤ, στις οποίες συμμετέχει μερικώς πλέον και η Ελλάδα, επέτειναν την τάση αποκλιμάκωσης στην απόδοση των κρατικών ομολόγων. Το αποτέλεσμα είναι, το Ελληνικό Δημόσιο να δανείζεται πλέον από τις αγορές, με ιστορικά χαμηλά επιτόκια.

Όπως επισημαίνει και στην τελευταία του έκθεση το ΙΟΒΕ, για το 10-ετές αξιόγραφο η μέση απόδοση μειώθηκε τον Δεκέμβριο του 2020 στο 0,63%, που αποτελεί διαχρονικά ελάχιστο επίπεδο κόστους δανεισμού από τις αγορές για την Ελληνική Δημοκρατία.

Αντίστοιχα, η μέση απόδοση του 5-ετούς ομολόγου στη δευτερογενή αγορά το Δεκέμβριο κινήθηκε για πρώτη φορά σε αρνητικό πεδίο τιμών, ενώ η μέση απόδοση του 20-ετούς ομολόγου υποχώρησε οριακά κάτω του 1%.

Παράλληλα, η επιπλέον επιβάρυνση στο νέο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, υποχώρησε σε σχέση με το γερμανικό δεκαετές ομόλογο, σε 125 μ.β. τον Δεκέμβριο από 250 μ.β. στα μέσα του πρώτου lockdown τον Απρίλιο του 2020, ενώ συνέκλινε σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών του «νότου» της Ευρωζώνης (σε 42 μ.β. τον Δεκέμβριο από 69 μ.β. τον Απρίλιο του ίδιου έτους).

Παρά τη βελτίωση, τα spreads παραμένουν σημαντικά υψηλότερα από τις μέσες τιμές τους την πρώτη δεκαετία της Ευρωζώνης.

Στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος σε σχέση με τα ελληνικά κρατικά χρεόγραφα συνέβαλε και η πολιτική της ΕΚΤ.

Ως αποτέλεσμα, στο σύνολο του 2020, το Ελληνικό Δημόσιο προέβη σε πέντε διακριτές δημοπρασίες χρέους, τρεις νέες εκδόσεις (χρέους διάρκειας 7, 10 και 15 ετών) και δύο επανεκδόσεις (διάρκειας 10 και 15 ετών), όπου αντλήθηκαν συνολικά κεφάλαια ύψους €12,0 δισεκ. τα οποία υπερκαλύφθηκαν από ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση και επιτόκια αγοράς ιδιαίτερα χαμηλά, μεταξύ 1,2% και 1,6%.

Στα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των εκδόσεων, η συντριπτική πλειοψηφία των αγοραστών ήταν ξένοι θεσμικοί επενδυτές.

Η περαιτέρω μείωση του επιπλέον κόστους νέου δανεισμού της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες αντικατοπτρίζει το βαθμό ανάκαμψης της σχετικής εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών απέναντι στην ελληνική οικονομία.

Στο πλαίσιο αυτό, εντάχθηκε και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s κατά μία βαθμίδα το Νοέμβριο, αν και η αξιολόγηση της χώρας εξακολουθεί να υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας μεταξύ 2 και 3 βαθμίδων, ανάλογα με τον οίκο αξιολόγησης.

Το ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους παραμένει από τα υψηλότερα διεθνώς, με κίνδυνο η τρέχουσα οικονομική κρίση να επιδεινώσει σαφώς τη δυναμική του, ωστόσο ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά του παραμένουν ενθαρρυντικά.

Είναι ενδεικτικό ότι η μέση διάρκεια αποπληρωμής του διαμορφώθηκε στα 20 έτη στα τέλη του 2020, σε σύγκριση με περίπου 7 έτη μέση διάρκεια αποπληρωμής για τον μέσο όρο χωρών του νότου της Ευρωζώνης (Πορτογαλία, Κύπρος, Ιταλία και Ισπανία).