Adidas, Barbie, Coca-Cola, Jack Daniels, Nike, Parker, Rolls-Royce, Zippo – είναι λίγες μόνο από τις εμπορικές επωνυμίες οι οποίες βρίσκονται παντού τριγύρω μας. Είναι ίσως από τα πρώτα ονόματα που μαθαίνουμε σε παιδική ακόμα ηλικία και τα οποία, είτε το θέλουμε είτε όχι, μας συντροφεύουν σε όλη μας τη ζωή.

Αυτό που ίσως δεν γνωρίζουμε είναι ότι πίσω από κάθε μάρκα κρύβεται μια άγνωστη, «ανθρώπινη» ιστορία. Ιστορίες ανθρώπων με τις ιδιοτροπίες και τα οράματα τους, οι οποίοι κατάφεραν να μετατρέψουν τις μικρές επιχειρήσεις τους σε αυτοκρατορίες.

Δεν είναι ενδιαφέρον να μάθουμε ότι πολλοί ξεκίνησαν τις προσπάθειές τους μέσα σ’ ένα γκαράζ, σ’ ένα αυτοσχέδιο εργαστήριο ή στην κουζίνα του σπιτιού τους επενδύοντας χρήμα, χρόνο και προσπάθεια στο εγχείρημα τους; Άνθρωποι που δεν απογοητεύτηκαν και δεν τα παράτησαν, παρά τις αντιξοότητες τις εποχής, τις συχνές αποτυχίες, αλλά και ενίοτε τον χλευασμό του κοινού. Άνθρωποι που είχαν μέσα τους το μικρόβιο της επιχειρηματικότητας ή απλώς έτυχε να βρεθούν στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή.

ADIDAS

Οι αδελφοί Άντολφ (για τους φίλους, Άντι) και Ρούντολφ Ντάσλερ ξεκίνησαν στην ουσία ως τσαγκάρηδες. Η Gebruder Dassler OHG ιδρύθηκε το 1924 και παρήγε πρωτοποριακά παπούτσια για το στίβο, αλλά το 1948 οι κανακάρηδες μάλωσαν και χώρισαν τα τσανάκια τους. Ο Ρούντολφ δημιούργησε την Puma και ο Άντι πήρε τα πρώτα γράμματα από το όνομα και το επίθετό του και λάνσαρε την Adidas. Αν και το 1959 αποχαιρέτησε το μάταιο τούτο κόσμο, οι 700 πατέντες και οι πειραματισμοί του μέχρι και με δέρμα κροκοδείλου ήταν αρκετά για να εκτοξεύσουν την εταιρεία στην κορυφή των αθλητικών ειδών. Το 1972 η Adidas απέκτησε και το τρίφυλλο σήμα (μοιάζει με ινδική κάνναβη), αλλά από το 1996 μέχρι τις μέρες μας το βλέπουμε μόνο στα κλασικά Stan Smith και σε ειδικές περιπτώσεις. 

ΒΑΖΕΛΙΝΗ

Όταν ο Ρόμπερτ Τσέσμπρο επισκέφθηκε το 1859 τα κοιτάσματα πετρελαίου της Πενσιλβάνια (μέχρι τότε πουλούσε κηροζίνη), είδε μια γλοιώδη ουσία που έσπαγε τα νεύρα των εργατών επειδή κολλούσε στα γεωτρύπανα. Όμως, αν την έβαζες πάνω σε κόψιμο ή σε πληγή, είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Την εμφιάλωσε λοιπόν και άρχισε τα πειράματα, αλλά, για να μη γίνει Χάνιμπαλ Λέκτερ και αρχίσει να πετσοκόβει τη γυναίκα του, χάραξε τον εαυτό του και άλειψε πάνω στην πληγή την ουσία. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Το 1870 την κατοχύρωσε με το όνομα «βαζελίνη» («wasser»=«νερό» + «έλαιον»), πήρε το άλογό του και ξεκίνησε μια εκστρατεία στη Νέα Υόρκη. Η επιτυχία ήταν εκπληκτική, καθώς οι χρήσεις αυτού του υλικού ήταν πολλαπλές: από πληγές μέχρι και έπιπλα και δέρματα. Ωστόσο ο Τσέμπρο είχε την καλύτερη ιδέα: Έτρωγε μία κουταλιά κάθε πρωί και πέθανε σε ηλικία 96 ετών, έχοντας κάνει στο μεταξύ πάρα πολλά λεφτά.

BVLGARI

Λένε ότι πίσω από καθετί υπάρχει ένας Έλληνας. Έτσι, πίσω από την Bvlgari «κρύβεται» ο Σωτήρης Βούλγαρης, ο οποίος μετά τη μετανάστευσή του στην Ιταλία το 1879 την «είδε» κάπως και άλλαξε το όνομά του σε Σοτίριο Μπούλγκαρι. Το 1884 δημιούργησε το πρώτο κοσμηματοπωλείο του στη Ρώμη, ενώ το 1905 το ζευγάρωσε με ένα ακόμα. Το 1932 οι γιοι του Κονσταντίνο και Τζόρτζιο θρήνησαν το θάνατό του, αλλά παράλληλα οδήγησαν την εταιρεία σε δυσθεώρητα ύψη. Από το 1977 εγκαινίασε τη δική της συλλογή και από το 1992 λανσάρει μέχρι και μαντίλια, αλλά, φυσικά, ο τρελός τζίρος της (σχεδόν 800.000.000 δολάρια) οφείλεται στα ρολόγια και στα κοσμήματα. Η τέταρτη γενιά της οικογένειας κατέχει την επιχείρηση, η οποία πλέον λοξοκοιτάζει και προς τις ξενοδοχειακές μπίζνες.

COCA-COLA

Μια κόκα-κόλα είναι ό,τι πρέπει για τον πονοκέφαλο, όπως μαρτυρά η ιστορία του πιο επικερδούς προϊόντος στον κόσμο. Ο φαρμακοποιός Τζορτζ Πέμπερτον έφτιαξε πριν από 120 χρόνια ένα καζάνι (όχι, δεν έπεσε μέσα!) σιρόπι με χρώμα καραμέλας και το προώθησε ως φάρμακο κατά του πονοκεφάλου. Με το συνάδελφό του Τζέικομπς πρόσθεσαν ανθρακούχο νερό, ενώ ο λογιστής του Πέμπερτον είδε ότι στα συστατικά του μείγματος περιέχονταν φύλλα  κόκα και κόλα, οπότε το βάφτισε Coca-Cola. Ο Πέμπερτον πέθανε το 1888, αφού πρόλαβε να πουλήσει τα δικαιώματα στον Έιζα Κάντλερ έναντι 2.300 δολαρίων. Από εκεί και πέρα οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Συνεχές μάρκετινγκ, μπουκάλι εμπνευσμένο από τα γυναικεία κυκλαδίτικα ειδώλια και ο Άντι Γουόρχολ να κάνει τέχνη με την κόκα-κόλα. Όταν το 1980 οι ιθύνοντες επιχείρησαν να αλλάξουν τη γεύση της, μόνο που δεν έγινε παγκόσμια επανάσταση. Άλλωστε οι πελάτες έχουν κάθε δικαίωμα να μη θέλουν πειράματα, αφού 126.000 άνθρωποι στον πλανήτη πίνουν μια γουλιά κάθε 10’’. Έστω κι αν κανείς δεν ξέρει αυτή τη συνταγή.

ΙΚΕΑ 

«Ικία» το είπαμε, «Ικέα» μας το έμαθαν, αλλά κανείς δεν μας λέει τι σημαίνει, αν και πηγαίνουμε συχνά πυκνά με φορτηγάκι στο «Ελ. Βενιζέλος». Ο Σουηδός Ίνγκβαρ Κάμπραντ είναι ο ιδρυτής του παραδείσου των νοικοκυριών, δανείζοντας τα πρώτα γράμματα του ονοματεπώνυμού του στη φίρμα, ενώ το «Ε» παραπέμπει στο Ελμτάριντ (τη φάρμα όπου μεγάλωσε) και το «Α» στο Αγκουνάριντ (το χωριό). Ο Κάμπραντ ξεκίνησε στα δεκαεφτά του να πουλάει από σπίρτα μέχρι τραπεζομάντιλα, τα οποία έβρισκε σε χαμηλές τιμές, αλλά λίγο αργότερα ασχολήθηκε με τα έπιπλα και κόλλησε μ’ αυτά, τυπώνοντας καταλόγους, τους οποίους μοίραζε με ένα φορτηγάκι. Στο πρώτο εκθεσιακό κατάστημα είχε ακόμα και φαγητό για τους «εκδρομείς», ενώ, με χαμηλότατες τιμές και σχεδιασμό επίπλων από την ίδια την εταιρεία, ξεπεράστηκε και το «μποϊκοτάζ» των ανταγωνιστών. Ο ζάπλουτος Κάμπραντ κατάφερε να στείλει τα ΙΚΕΑ σε τριάντα μία χώρες, την ώρα που αυτός εμφανίζεται σαν λέτσος, με παλιά παπούτσια και μετακινούμενος με… ποδήλατο.

 

LACOSTE

Ο Ρενέ Λακόστ ήταν ένας τενίστας δίχως ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά η επιμονή του στην προπόνηση και η τεράστια προσπάθειά του τον ανέδειξαν σε έναν από τους κορυφαίους τενίστες της δεκαετίας του ’20. Η χρόνια βρογχίτιδα δεν του λιγόστεψε τα «ψωμιά» στα γήπεδα, αλλά το μέλλον του επεφύλασσε κάτι ακόμα καλύτερο: Όταν το 1927 έπαιζε σε ένα σημαντικό αγώνα, είδε στη βιτρίνα ενός μαγαζιού με ταξιδιωτικά είδη μια βαλίτσα από δέρμα κροκοδείλου, που τον έκανε να βάλει στοίχημα με ένα φίλο του ότι, αν κέρδιζε τον αγώνα, θα έπαιρνε και τη βαλίτσα. Τελικά έμεινε με τη ρακέτα (και όχι με τη βαλίτσα) στο χέρι, αλλά τα ΜΜΕ χρησιμοποίησαν τον κροκόδειλο για να ως σύμβολο για να εκθειάσουν τη μαχητικότητα που επέδειξε για μία ακόμα φορά ο Λακόστ. Δύο χρόνια αργότερα του δώρισαν μια υφασμάτινη μινιατούρα του ερπετού, την οποία ο Λακόστ κέντησε στο μπλέιζερ που φορούσε πριν από τους αγώνες. Όταν όμως αποφάσισε μαζί με ένα βιοτέχνη πλεκτών ειδών να αλλάξει τα μακρυμάνικα με πιο άνετα μπλουζάκια, ο κροκόδειλος πήρε τη θέση του στο σημείο του στήθους. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της μόδας που το λογότυπο έβγαινε στη φόρα και δεν κρυβόταν πίσω από το γιακά. Τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία. Η Lacoste έχει «άκρες» σε 109 χώρες και ο γιος του αποθανόντος το 1996 Ρενέ συνεχίζει την παράδοση και την επιχείρηση.

NIKE

Είναι δυνατόν η Νike να ξεκίνησε με επένδυση 1.000 δολαρίων; Κι όμως, τόσα έβαλαν από κοινού ο προπονητής στίβου Μπιλ Μπόουερμαν και ο μαθητής του στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον Φιλ Νάιτ για να εισαγάγουν αθλητικά παπούτσια από την Ιαπωνία και από μια άγνωστη εταιρεία (Blue Ribbon Sports) το 1964. Το όνομα (το οποίο προφέρεται «Νάικι» και όχι «Νάικ») προήλθε από την Ελληνίδα θεά Νίκη, ενώ το λογότυπο είναι το φτερό της εν λόγω «κυρίας». Από τότε και μέχρι το 1982 η Adidas τα βρήκε μπαστούνια από τη Nike, αλλά σε εκείνο το σημείο τα πράγματα άρχισαν να μην πηγαίνουν και τόσο καλά. Η απάντηση της εταιρείας ήταν το «Just Do It», το οποίο έγινε γνωστό ακόμα και στο… φεγγάρι, εκεί όπου έστειλε τις πωλήσεις της η αγαπημένη εταιρεία του Μάικλ Τζόρνταν. Οι «τρικυμίες» όμως δεν τελείωσαν, καθώς το 1996 δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες που απεικόνιζαν Πακιστανούς να εργάζονται υπό άθλιες συνθήκες και ο Φιλ Νάιτ φάνηκε να χάνει την μπάλα. Οι συμφωνίες με τον ΟΗΕ, η υιοθέτηση ενός πρότυπου λειτουργικού πλάνου στα εργοστάσια και η νέα διαφημιστική εκστρατεία της Νike χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της νέας προσπάθειας για ανασύνταξη, η οποία πέτυχε..