Στην έρευνα της διαΝΕΟσις, όπου αναλύεται ο τρόπος μεταφοράς των εσόδων του ΕΝΦΙΑ στους δήμους, γίνεται και μια εκτεταμένη αναφορά στην ιστορία των φόρων περιουσίας στη χώρα μας. Σε μια πρώτη ανάγνωση, η Ελλάδα μοιάζει με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, σε ότι αφορά τους φόρους ακίνητης περιουσίας.

Η πορεία των φόρων ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα και αντανακλά τις διάφορες φάσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Η πρώτη φορά που φορολογήθηκε η περιουσία στην Ελλάδα ήταν το 1923, με τη μορφή έκτακτης εισφοράς, προκειμένου να καλυφθούν οι πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσμών. Έπειτα και για περισσότερο από πενήντα χρόνια, η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα παρέμενε ανεπηρέαστη από τη φορολογία. Μάλιστα αυτό το γεγονός εντυπωσίασε και ξένους μελετητές όπως ο Τζορτζ Μπρέικ από το Μπέρκλεϊ και ο Ραλφ Τάρβει του LSE, οι οποίοι έκαναν μια γενικότερη μελέτη για τη φορολογία στην Ελλάδα το 1964, που τους ανάθεσε το νεαρό τότε ΚΕΠΕ.

Μετά το 1923, η πρώτη φορά που επιβλήθηκε φόρος ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα ήταν το 1975, οπότε επιβλήθηκε ο λεγόμενος Φόρος Κατοχής, ο οποίος όμως δεν έμεινε για πολύ καιρό σε ισχύ. Ακόμη μια αποπειρα επιβολής φόρου περιουσίας έγινε το 1982, όταν η τότε κυβέρνηση επέβαλε τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), με φορολογικούς συντελεστές που κυμαίνονταν μεταξύ 0,5% και 2%. Ο ΦΑΠ συνοδεύτηκε κι αυτός από πολιτική αναταραχή και αναπροσαρμόστηκε ώστε να περιλαμβάνει όσους είχαν ακίνητη περιουσία πάνω από ένα υψηλό όριο.

Ο ΦΑΠ καταργήθηκε εντελώς το 1992, οπότε επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά σε όσους είχαν ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα και, την επόμενη χρονιά, το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), ως πόρος της τοπικής αυτοδιοίκησης, το οποίο χρεωνόταν με τον λογαριασμό ηλεκτροδότησης και ισχύει μέχρι σήμερα. Το 1997 σημειώθηκε ακόμη μια απόπειρα φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας με τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ), ο οποίος επιβάρυνε εκείνους η ακίνητη περιουσία των οποίων υπερέβαινε ένα όριο, το οποίο τη χαρακτήριζε ως “μεγάλη”. Έντεκα χρόνια αργότερα ο ΦΜΑΠ αντικαταστάθηκε από το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (ΕΤΑΚ), το οποίο βάρυνε όλα τα ακίνητα. Το 2009, επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά στα ακίνητα ενώ το 2010, το ΕΤΑΚ καταργήθηκε και επανήλθε ο ΦΑΠ, ο οποίος είχε αφορολόγητη αξία αρχικά τα 400.000 και έπειτα τα 200.000 ευρώ.

Όμως ο χρόνος στον καιρό των μνημονίων έγινε πιο πυκνός. Το 2011 επιβλήθηκε το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ), το οποίο επιβάρυνε τις δομημένες επιφάνειες, μέσω του λογαριασμού ηλεκτροδότησης, χωρίς αφορολόγητο όριο. Το 2013, το ΕΕΤΗΔΕ αντικαταστάθηκε από το Έκτακτο Ειδικός Τέλος Ακινήτων (ΕΕΤΑ) το οποίο αντικαταστάθηκε την ίδια χρονιά από τον γνωστό Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ο οποίος, με τροποποιήσεις, ισχύει μέχρι σήμερα.

Φόρος ακίνητης περιουσίας: τα υπέρ και τα κατά

Οι φόροι ακίνητης περιουσίας, οι οποίοι, όπως όλοι οι φόροι, έχουν κι αυτοί πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.

Μεταξύ των πλεονεκτημάτων που ξεχωρίζει η διεθνής βιβλιογραφία είναι το ότι κάνουν πιο δίκαιο το εκάστοτε φορολογικό σύστημα, αφού αντανακλούν οφέλη πέρα από το εισόδημα που έχουν οι ιδιοκτήτες (π.χ. ασφάλεια) και εστιάζουν κυρίως στις οικονομικά ανώτερες τάξεις, που συχνά έχουν τη μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία.

Επιπλέον, αποτελούν φόρους που λειτουργούν “ελεγκτικά”, συμβάλλοντας στην αύξηση των εσόδων και από άλλους φόρους: για παράδειγμα, μέσω της εξέλιξης της κατοχής ακινήτων από έναν φορολογούμενο οι αρχές μπορούν καλύτερα να εντοπίσουν έσοδα από ακίνητα (αποδόσεις, ενοίκια, κλπ.), αλλά και περιπτώσεις απότομου πλουτισμού. Με αυτόν τον τρόπο οι φόροι ακίνητης περιουσίας αποφέρουν άμεσα, αλλά και έμμεσα έσοδα.

Ωστόσο, υπάρχουν και μειονεκτήματα, συχνά σημαντικά.

Ένα μειονέκτημά των φόρων ακίνητης περιουσίας είναι οι ανισορροπίες που φέρνουν στη φορολόγηση όσων έχουν επενδύσει την περιουσία τους σε ακίνητα έναντι εκείνων που έχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία. Συχνά δε, είναι οι χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις που η περιουσία τους αποτελείται κυρίως από ακίνητα. Τέλος, όπως όλοι σχεδόν οι φόροι, έτσι και οι φόροι ακίνητης περιουσίας δεν είναι δυνατόν να λάβουν υπόψη τις συνολικές συνθήκες διαβίωσης των προσώπων στα οποία επιβάλλονται, ενώ η περιουσία κάποιου σε ακίνητα δεν αντανακλά απαραίτητα το εισόδημά του τη στιγμή που φορολογείται.

Όμως, παρά τα αξιοσημείωτα μειονεκτήματα, στα οποία η μελέτη αναφέρεται εκτενώς και μπορούν σε κάποιο βαθμό να εξισορροπιστούν από άλλες παρεμβάσεις, τα πλεονεκτήματα των φόρων περιουσίας παραμένουν σημαντικά. Συνεπώς, τέτοιου είδους φόροι έχουν σχεδόν καθολική εφαρμογή στις ανεπτυγμένες χώρες. Ωστόσο, δεν φορολογούν όλες οι χώρες τα ακίνητα με τον ίδιο τρόπο. Οι χώρες της Ευρώπης προωθούν διαφορετικά μείγματα φορολογικής πολιτικής γύρω από τα ακίνητα, επιδιώκοντας ασφαλώς να εκμεταλλευτούν τα οφέλη και να ελαχιστοποιήσουν τις αδυναμίες που παρουσιάζουν τέτοιου είδους φόροι.

Μάθετε όσα πρέπει να ξέρετε για τις τιμές των ακινήτων εδώ

https://radar.gr/article/57683/times-akiniton-oi-paragontes-poy-tha-kathorisoyn-tin-epomeni-mera