Η χρονιά που φεύγει θα μείνει σίγουρα αξέχαστη σε όλους. Ήταν η χρονιά όπου οι εκατοντάδες χώρες και δισεκατομμύρια πολίτες και επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις μιας πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης. Στη χώρα μας, η εκδήλωση της πανδημίας ανέκοψε και αντέστρεψε την πορεία ανάκαμψης στην οποία είχε τεθεί η ελληνική οικονομία.
Οι πρόσφατες εξελίξεις και γενικότερα η πρόοδος που συντελείται στο θέμα της ανακάλυψης εμβολίου δημιουργούν προσδοκίες για το τέλος της πανδημίας και την ανάκαμψη των οικονομιών, μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Για την Ελλάδα, η ανάκαμψη αυτή δεν θα έρθει αυτόματα ούτε εύκολα. Οι πληγές που άνοιξε η –δεύτερη μέσα σε μια δεκαετία– κρίση είναι ήδη βαθιές: ύφεση, αύξηση των δημοσιονομικών προβλημάτων και του χρέους, έλλειψη ρευστότητας και υπερχρέωση των επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, προβλήματα σε κλάδους με σημαντική συμβολή στο ΑΕΠ, όπως η εστίαση και η φιλοξενία, ο τουρισμός, οι μεταφορές, τα διαρκή αγαθά, τα εμπορικά ακίνητα κ.ά.
Με αυτά τα δεδομένα, θα χρειαστεί αρκετός καιρός μέχρι να επιστρέψει το ΑΕΠ της χώρας στα επίπεδα του 2019, δηλαδή προ της πανδημίας. Είναι στο χέρι μας, παρ’ όλα αυτά, να επιταχύνουμε και να διασφαλίσουμε αυτή την πορεία ανάκαμψης. Για να επιτύχουμε αυτό τον στόχο, θα πρέπει να διασφαλίσουμε συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Πρέπει κατ’ αρχήν να στηριχθούν αποτελεσματικά οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι που πλήττονται εντονότερα από την πανδημία, με ενίσχυση και διεύρυνση των υφιστάμενων μέτρων. Η ανάγκη αυτή είναι επιτακτική, ιδιαίτερα για όσον αφορά τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Για τις επιχειρήσεις αυτές είναι απαραίτητο να υπάρξουν γενναίες δράσεις χρηματοδότησης, χωρίς την παρεμβολή των τραπεζών, όπως το πρόγραμμα που υλοποιείται σήμερα με πόρους του ΕΣΠΑ για την ενίσχυση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης χωρίς επιστροφή. Το πρόγραμμα έχει προϋπολογισμό 250 εκατ. ευρώ, ωστόσο οι πόροι αυτοί θα πρέπει να αυξηθούν σε επίπεδα άνω των 2 δισ. ευρώ, ώστε αποτελέσουν «γραμμή ζωής» για τις μικρές επιχειρήσεις.
Ακόμη πιο επιτακτική, όμως, είναι η ανάγκη για μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο μοντέλο, το οποίο θα είναι περισσότερο εξωστρεφές, αλλά και διαφοροποιημένο και ανθεκτικό απέναντι στις αναταράξεις του διεθνούς περιβάλλοντος. Σε αυτή την προσπάθεια θα πρέπει να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, στο πλαίσιο ενός συνεκτικού σχεδίου. Στόχος είναι η κινητοποίηση δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, με έμφαση σε τομείς όπως η πράσινη ενέργεια, η αμυντική βιομηχανία, η ψηφιακή οικονομία, η φαρμακοβιομηχανία, οι μεταφορές και η εφοδιαστική αλυσίδα, η ναυτιλία, οι υποδομές, αλλά και σε παραδοσιακούς κλάδους, όπως η μεταποίηση και ο τουρισμός. Παράλληλα, θα πρέπει να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στην υγεία και στην παιδεία, στην κοινωνική πολιτική, στη λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές.
Τέλος, θα πρέπει να σχεδιάσουμε από τώρα το πώς η Ελλάδα θα διαχειριστεί τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της κρίσης. Είναι σημαντικό η προσπάθεια αυτή να στηριχθεί κυρίως στην εκλογίκευση των δημοσίων δαπανών και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, αντί της υπερφορολόγησης και της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων, όπως έγινε στο παρελθόν, με ολέθριες συνέπειες για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Έχουμε μπροστά μας ένα δύσκολο διάστημα. H Ελλάδα, ωστόσο, μπορεί να τα καταφέρει. Με τις σωστές αποφάσεις, με σχέδιο και αποτελεσματικότητα και κυρίως με ομοψυχία και συναίνεση. Ο διχασμός, οι ιδεοληψίες, η προσκόλληση σε κοντόφθαλμες σκοπιμότητες, έβλαψαν τη χώρα στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Ας πάψουμε, λοιπόν, να σπαταλάμε δυνάμεις σε ανούσιες αντιπαραθέσεις και μάχες εντυπώσεων. Αυτή τη φορά ας δώσουμε όλοι μαζί τη μάχη.