Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, μία γεωπολιτική κρίση όπως η πολιτική κατάσταση στο Αφγανιστάν μπορεί να λάβει ευρύτερες διαστάσεις.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Το ΑΕΠ του Αφγανιστάν εκτιμάται περίπου στα 19,4 δισ. δολάρια ΗΠΑ (IMF, Report for the 2019 Article IV Consultation, December 2019) και η συμβολή του στο ΑΕΠ της παγκόσμιας οικονομίας είναι μόλις 0,02%.

Η προσωρινή παύση της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα της Ευρασίας, εξαιτίας του πολιτικού κλίματος και της ανέλιξης των Ταλιμπάν, δεν εκλαμβάνεται ως ανασταλτικός παράγοντας για τη διεθνή οικονομική ανάπτυξη.

Ωστόσο, οι πολιτικές εξελίξεις, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στον υπόλοιπο κόσμο.

Ο πρώτος άμεσος οικονομικός αντίκτυπος σχετίζεται με τις αεροπορικές εταιρείες οι οποίες αναγκάστηκαν να τροποποιήσουν τις πτήσεις τους που διέρχονταν από το Αφγανιστάν, καθώς ο εναέριος χώρος του δεν είναι ασφαλής για τη διέλευση πολιτικών αεροπλάνων.

Σημειώνεται ότι ο εναέριος χώρος του Αφγανιστάν εξυπηρετεί μεγάλες ροές κυκλοφορίας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και η χρήση εναλλακτικών διαδρομών μέσω άλλων χωρών έχει αντίκτυπο χρόνου, λειτουργίας και καυσίμου για τις αεροπορικές εταιρείες.

Η επαναφορά της κανονικότητας στις αεροπορικές δραστηριότητες δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ευκολία, ωστόσο το γεγονός ότι οι αρχές του Αφγανιστάν εισπράττουν ένα σημαντικό τέλος από τις διεθνείς αεροπορικές εταιρίες αποτελεί ένα στοιχείο που μπορεί να επισπεύσει την όλη διαδικασία.

Σημειώνεται ότι, τον Αύγουστο του 2017, η χρέωση για πτήση πάνω από τον εναέριο χώρο του Αφγανιστάν αυξήθηκε σε 700 δολάρια ΗΠΑ από 400 που ίσχυε, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή τη διανύουσα απόσταση του αεροσκάφους, καθώς η Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας του Αφγανιστάν (ACAA) έκρινε ότι η αύξηση ήταν απαραίτητη, προκειμένου να χρηματοδοτήσει το πρόσθετο κόστος αναγκαίων υποδομών.

 

Η επίδραση στο εσωτερικό των ΗΠΑ

Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν μπορεί να έχει αντίκτυπο στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική των ΗΠΑ αλλά και στη δυνατότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις προεκλογικές της εξαγγελίες.

Σημειώνεται ότι, στις αρχές Αυγούστου, η Γερουσία των ΗΠΑ υπερψήφισε το σχέδιο υποδομών του προέδρου Μπάιντεν, αξίας 1 τρισ. δολαρίων (69 υπέρ-30 κατά), καθώς 19 Ρεπουμπλικάνοι προσχώρησαν στους 50 Δημοκρατικούς, ενώ, στις 24 Αυγούστου, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε το διευρυμένο σχέδιο κοινωνικών δαπανών ύψους 3,5 τρισ. δολαρίων, το οποίο στοχεύει, σε βάθος δεκαετίας, να επιφέρει βελτιώσεις στην εκπαίδευση, στην υγειονομική περίθαλψη και στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Ωστόσο, η δημοτικότητα του προέδρου Μπάιντεν, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Reuters/Ipsos που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 25-26 Αυγούστου παρέμεινε κάτω από το 50% για δεύτερη συνεχόμενη εβδομάδα και συγκεκριμένα στο 49%, καθώς η άνοδος των κρουσμάτων στις ΗΠΑ από τη μετάλλαξη Δέλτα της νόσου Covid-19 και η ανάληψη του ελέγχου του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν επηρέασαν σημαντικά τη δημόσια εικόνα του.

Σημειώνεται ότι η δημοτικότητα του προέδρου Μπάιντεν έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 7 μηνών και αν υποχωρήσει περαιτέρω, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε ένα Κογκρέσο που θα ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους, μετά τις εκλογές του επόμενου έτους (midterm elections-8 Νοεμβρίου 2022), το οποίο πιθανότατα θα παγώσει κάθε πολιτική συνεργασία, από την ψήφιση του προϋπολογισμού, έως τη θέσπιση οποιασδήποτε νέας νομοθεσίας.

Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να προκαλέσει πιέσεις στα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ και να περιορίσει την ενίσχυση του δολαρίου.

Ο ορυκτός πλούτος του Αφγανιστάν στα χέρια των Ταλιμπάν

Το 2010, μία έκθεση στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων και γεωλόγων των ΗΠΑ εκτίμησε ότι το Αφγανιστάν, μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, διέθετε ορυκτό πλούτο αξίας σχεδόν 1 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ (840 δισ. ευρώ), χάρη στα σημαντικά κοιτάσματα σιδήρου, χαλκού, λιθίου και κοβαλτίου.

Ωστόσο, λόγω των συνεχιζόμενων εχθροπραξιών που διήρκεσαν τουλάχιστον για δέκα έτη, ο ορυκτός πλούτος της χώρας παρέμεινε ανέπαφος, ενώ η αξία του έχει εκτοξευτεί, κυρίως λόγω της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια. Σύμφωνα με έκθεση της κυβέρνησης του Αφγανιστάν του 2017, η αξία του ορυκτού πλούτου υπολογίζονταν περίπου στα 3 τρισ. δολάρια ΗΠΑ (2,52 τρισ. ευρώ).

Τα μέχρι τώρα άγνωστα κοιτάσματα -συμπεριλαμβανομένων τεράστιων κοιτασμάτων σιδήρου, χαλκού, κοβαλτίου, χρυσού και κρίσιμων βιομηχανικών μετάλλων όπως το λίθιο και άλλα ορυκτά που είναι απαραίτητα στη σύγχρονη βιομηχανία- είναι αρκετά ώστε το Αφγανιστάν να μετατραπεί τελικά σε σημαντικό κέντρο ορυκτού πλούτου.

Το λίθιο, το οποίο χρησιμοποιείται σε μπαταρίες για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα και φορητούς υπολογιστές, αντιμετωπίζει πρωτόγνωρη ζήτηση, με ετήσια άνοδο 18%, το 2019, σε σύγκριση με μόλις 5%-6% πριν από μερικά χρόνια.

Τα κοιτάσματα λιθίου του Αφγανιστάν ενδεχομένως να ισοδυναμούν με αυτά της Βολιβίας -τα μεγαλύτερα στον κόσμο (21 εκατ. μετρ. τόνοι – US Geological Survey, USGS).

Η εξόρυξη των προαναφερθέντων ορυκτών θα μπορούσε να απαιτήσει αρκετά χρόνια, καθώς απουσιάζουν οι υποδομές. Ωστόσο, εάν το Αφγανιστάν διαθέτει μία σταθερή κυβέρνηση, οι απαραίτητες επενδύσεις θα μπορούσαν να προέλθουν από χώρες που χρειάζονται αυτούς τους πόρους.

Το λίθιο είναι ένα βασικό συστατικό στην παραγωγή μπαταριών, η ζήτηση για τις οποίες αναμένεται να ενταθεί στα επόμενα έτη, καθώς ο κόσμος μεταβαίνει στην ηλεκτρική ενέργεια, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

Ενδεχόμενες επιπτώσεις από την πολιτική κρίση στο Αφγανιστάν

Πιθανές επιπτώσεις της αφγανικής κρίσης θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη σκλήρυνση της στάσης του Ιράν στις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό του πρόγραμμα.

Σε αυτό το ενδεχόμενο, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επιβάλουν νέες κυρώσεις, καθιστώντας δυνητικά δυσκολότερες τις εξαγωγές του ιρανικού πετρελαίου.

Επιπρόσθετα, η πολιτική κρίση στο Αφγανιστάν ενδεχομένως να αποσταθεροποιήσει τις γειτονικές χώρες, ακόμη και την Ευρώπη, εάν οι φόβοι για μαζικές προσφυγικές ροές επαληθευτούν.

Αποτρεπτικά στο προσφυγικό κύμα αναμένεται να λειτουργήσει η κατασκευή του συνοριακού τείχους της Τουρκίας με το Ιράν αλλά και το σφράγισμα των συνόρων του Πακιστάν με το Αφγανιστάν.

Μέχρι στιγμής, η κατάσταση στο Αφγανιστάν εντείνει την αβεβαιότητα, ωστόσο οι αγορές προς το παρόν δείχνουν να ανησυχούν περισσότερο για την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), την πορεία του πληθωρισμού και τον αντίκτυπο της μετάλλαξης Δέλτα της νόσου Covid-19 στις εθνικές οικονομίες.

Η οικονομία του Αφγανιστάν, είτε υπό την κυριαρχία των Ταλιμπάν είτε όχι, είναι πολύ μικρή και μάλιστα περιορίζεται ακόμη περισσότερο μετά την απόφαση των ΗΠΑ να παγώσουν περιουσιακά στοιχεία της κεντρικής τράπεζας του Αφγανιστάν, αξίας άνω των 9 δισ. δολαρίων ΗΠΑ.

Οι μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν είναι δύσκολα προσδιορίσιμες, ωστόσο, είναι σαφές ότι η χώρα των 39 εκατ. κατοίκων θα διατηρήσει μία σημαντική θέση στο γεωπολιτικό στερέωμα υπό την ηγεμονία των Ταλιμπάν.