Είκοσι χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο αμερικανικός “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” συνεχίζεται κάπου στους λόφους νοτιανατολικά της Κούβας, σε ένα μέρος γνωστό ως Γκουαντάναμο Μπέι.
Εντός μηνών από τις επιθέσεις του 2001 οι ΗΠΑ συγκέντρωσαν εκατοντάδες ανθρώπους ως υπόπτους για διασυνδέσεις με την αλ Κάιντα, την οργάνωση που βρισκόταν πίσω από τα τρομοκρατικά χτυπήματα, και τους μετέφεραν στην αμερικανική ναυτική βάση.
Τους χαρακτήρισαν “μαχητές του εχθρού”, τους στέρησαν τα δικαιώματά τους και έθεσαν ως μοναδικό χρονοδιάγραμμα για την απελευθέρωσή τους–αν, δηλαδή, υπάρξει κάποτε– όπως είχε πει ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι, ” το τέλος του πολέμου κατά της τρομοκρατίας”, ο οποίος επισήμως συνεχίζεται.
Σήμερα, οι περισσότεροι από τους 780 υπόπτους, οι οποίοι ήταν φυλακισμένοι σε κελιά που θύμιζαν περισσότερο κλουβιά, έχουν απελευθερωθεί, σε πολλές περιπτώσεις έπειτα από πάνω από μια δεκαετία και χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες.
Εκεί παραμένουν 39, κάποιοι από αυτούς με μια υπόσχεση για αποφυλάκιση που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, μερικοί άλλοι προσβλέποντας ακόμη σε αυτήν.
Δώδεκα από αυτούς θεωρούνται επικίνδυνοι από την Ουάσινγκτον, κυρίως ο Χαλίντ Σέιχ Μοχάμεντ, ο οποίος φέρεται ότι ενορχήστρωσε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Δίκες χωρίς τέλος
Υπό τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, οι δίκες τους ξεκίνησαν εκ νέου έπειτα από μια καθυστέρηση που προκλήθηκε κυρίως λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.
Σήμερα, λίγες μόλις ημέρες πριν από την 20η επέτειο από τα τρομοκρατικά χτυπήματα και έπειτα από μια 17μηνη παύση, ξεκίνησε η δίκη του Σέιχ Μοχάμεντ και τεσσάρων άλλων κατηγορουμένων.
Η δίκη τους ενώπιον ειδικού στρατοδικείου ξεκίνησε από το σημείο όπου είχε σταματήσει, με την υπεράσπιση να καταγγέλλει ότι οι κατηγορούμενοι υπέστησαν βασανιστήρια στα χέρια της CIA και να ζητεί για τον λόγο αυτό να ακυρωθούν τα περισσότερα στοιχεία που παρουσιάζουν οι αμερικανικές αρχές.
Ίσως χρειαστούν μήνες, ακόμη και περισσότερο από ένα έτος, προτού η δίκη περάσει στην πραγματικά ουσιαστική της φάση λόγω των πολλών προσφυγών που έχουν καταθέσει οι δικηγόροι των κατηγορουμένων.
Οι πέντε άνδρες, που κρατούνται επί 15 χρόνια σε συνθήκες απομόνωσης, κατηγορούνται για «φόνο» και «τρομοκρατικές ενέργειες» και κινδυνεύουν να καταδικαστούν σε θάνατο.
Ωστόσο δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η ετυμηγορία θα εκδοθεί πριν από την 21η επέτειο από τις επιθέσεις ή πριν από την 22η.
Το σύστημα του ειδικού στρατοδικείου έχει αποδειχτεί χαοτικό, δύσχρηστο και συχνά αντίθετο με το αμερικανικό δίκαιο σε τέτοιο βαθμό ώστε μέσα σε 20 χρόνια μόνο δύο ύποπτοι να έχουν καταδικαστεί.
Ο Μπέντζαμιν Φάρλεϊ, ένας δικηγόρος του υπουργείου Άμυνας ο οποίος εκπροσωπεί έναν από τους πέντε κατηγορούμενους, χαρακτήρισε τα στρατοδικεία “μια αστοχία της ad hoc δικαιοσύνης”.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει κατηγορηθεί ότι απέκρυψε και πλαστογράφησε αποδεικτικά στοιχεία, κατασκόπευσε τους δικηγόρους υπεράσπισης, ενώ η βαρύτερη κατηγορία είναι τα βασανιστήρια που φέρεται να υπέστησαν οι κρατούμενοι.
“Νομίζω ότι οι πάντες από όλες τις πλευρές γνωρίζουν πως τα στρατοδικεία είναι μια αποτυχία”, λέει η Σαγιάνα Καντιντάλ του Κέντρου για τα Συνταγματικά Δικαιώματα.
Τα προβλήματα είναι τέτοια ώστε οι 10 (κατηγορούμενοι) πιθανόν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους στο Γκουαντάναμο, προσθέτει μιλώντας στο AFP.
Εργαλείο προπαγάνδας
Το Γκουαντάναμο εκθέτει τις ΗΠΑ που κατηγορούνται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Απομονωμένη, σε απόσταση χιλιομέτρων από τη ναυτική βάση, η φυλακή του Γκουαντάναμο υπήρξε θέατρο ακραίων μεθόδων ανάκρισης, όπως ο εικονικός πνιγμός, που διαρκούσαν ημέρες, εβδομάδες, ακόμη και χρόνια.
Το 2002 οι πρώτοι κρατούμενοι που μεταφέρθηκαν εκεί ήταν 20.
Αργότερα αποδείχτηκε ότι η κυβέρνηση του ρεπουμπλικανού προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου δεν διέθετε στοιχεία για να συνδέσει πολλούς από αυτούς με την αλ Κάιντα ή με τις επιθέσεις και έτσι τούς απελευθέρωσε με διακριτικό τρόπο, αν και κάποιους από αυτούς μόνο μετά την πάροδο μιας δεκαετίας.
Όταν ο δημοκρατικός Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε την προεδρία τον Ιανουάριο του 2009, υπήρχαν ακόμη περίπου 240 κρατούμενοι στο Γκουαντάναμο.
Μια από τις πρώτες αποφάσεις του Ομπάμα ήταν να διατάξει το κλείσιμο μέσα σε ένα χρόνο του Γκουαντάναμο, της φυλακής την οποία ένας αξιωματούχος της κυβέρνησής του είχε χαρακτηρίσει “εργαλείο προπαγάνδας” για βίαιους τζιχαντιστές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αλλά οι Ρεπουμπλικανοί, που είχαν την πλειοψηφία στο Κογκρέσσο μπλόκαραν το κλείσιμό του.
Μολαυταύτα, ο Ομπάμα άσκησε πιέσεις για την απελευθέρωση των περισσότερων κρατουμένων και όταν ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, τον Ιανουάριο του 2017, υπήρχαν 41 ύποπτοι εκεί.
Όμως, αντί να συνεχίσει τις αποφυλακίσεις, ο Τραμπ τις πάγωσε και απείλησε να γεμίσει περισσότερα κελιά του Γκουαντάναμο με μαχητές του Ισλαμικού Κράτους που είχαν συλληφθεί στο Ιράκ και στη Συρία.
Ο Μπάιντεν, ο οποίος ήταν αντιπρόεδρος του Ομπάμα, έχει ταχθεί υπέρ του κλεισίματος της φυλακής, αλλά σύμφωνα με αναλυτές θα αποφύγει να συγκρουστεί με το Κογκρέσσο γνωρίζοντας ότι θα μπορούσε να αποβεί πολιτικά καταστροφικό.
Αντίθετα, με την απειλή της Covid-19 να έχει εξασθενήσει χάρη στους εμβολιασμούς, τα στρατοδικεία ξεκίνησαν εκ νέου τον Μάιο και ο Μπάιντεν έχει επιδιώξει να απελευθερώσει διακριτικά εκείνους εις βάρος των οποίων δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες.