Με τον κορωνοϊό σε έξαρση τις τελευταίες εβδομάδες εξαιτίας της εκρηκτικής αύξησης των κρουσμάτων, το ΕΣΥ να δέχεται ασφυκτικές πιέσεις λόγω του μεγάλου αριθμού νοσηλευόμενων και διασωληνωμένων, και τις περισσότερες κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες να βρίσκονται στον “πάγο”, ένα είναι βέβαιο: ότι η πανδημία ανέτρεψε βίαια και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, η οποία μετά τη μακροχρόνια δημοσιονομική κρίση κινείτο σταδιακά προς ισχυρότερη μεγέθυνση, υψηλότερη απ’ αυτή πολλών άλλων οικονομιών της ευρωζώνης, οδηγώντας την σε βαθιά ύφεση.

 Του Σπύρου Σταθακη

 Σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα θα χρειασθεί δύο ή και περισσότερα χρόνια για ορισμένους κλάδους για να επανέλθει στην προ κορωνοϊού εποχή. Υπενθυμίζουμε ότι, το 2020 η ελληνική οικονομία κατέγραψε ετήσια ύφεση 8,2%, έναντι 6,6% στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης.

Η ύφεση προήλθε κυρίως από τη μεγάλη μείωση των Εξαγωγών Υπηρεσιών (-43%) και της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (-5,2%).

Παράλληλα, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών κατέγραψε σοβαρή επιδείνωση της τάξης των 8,4 δις (5,2% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2019. Η ανεργία παραμένει σταθερή εξαιτίας των ειδικών μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας και της μείωσης του εργατικού δυναμικού.

Στα δημόσια οικονομικά, και σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής (ΓΠΒ), η επιδείνωση που καταγράφεται στο 2020 σε σχέση με το 2019 φτάνει τα 20,4 δις, διαμορφώνοντας πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν 14 δις ευρώ (8,4% του ΑΕΠ).

Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου δις φτάνοντας τα 341 δις (205% του ΑΕΠ) τον Δεκέμβριο του 2020. Η επιδείνωση αυτή προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα περίπου 14,8 δις (χωρίς τις εγγυήσεις) που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας καθώς και από τη σημαντική μείωση του ΑΕΠ εξαιτίας της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Την ίδια ώρα, η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία παραμένουν αυξημένοι. Σύμφωνα με το ΓΠΒ, οι μελλοντικοί κίνδυνοι συνδέονται καθοριστικά με την εξέλιξη της πανδημίας και την πρόοδο του εμβολιασμού.

Σε σύγκριση με το φθινόπωρο, η αβεβαιότητα έχει υποχωρήσει καθώς ορισμένοι κίνδυνοι έχουν μειωθεί και ορισμένοι θετικοί παράγοντες έχουν υλοποιηθεί.

Αυτό σχετίζεται πρωτίστως με την έγκριση από τις αρμόδιες υγειονομικές αρχές πολλών εμβολίων κατά του κορωνοϊού, με τη σύναψη συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου που μειώνει το κόστος αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, καθώς και με τον περιορισμό των εμπορικών εντάσεων.

Τα δημοσιονομικά περιθώρια

 Μέσα σε αυτό το αβέβαιο οικονομικό πλαίσιο, οι ευρωπαϊκές χώρες, στο σύνολό τους, υιοθέτησαν, κατά το περασμένο έτος, έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα, με σκοπό τη στήριξη των οικονομιών τους και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, αποτέλεσμα των οποίων ήταν, αφενός, η συγκράτηση της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και της ανόδου της ανεργίας και, αφετέρου, η επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών των κρατών, με την αύξηση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους.

Παράλληλα, όπως σημειώνει σε σχετική ανάλυση η Alpha Bank, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε προσωρινή άρση των δημοσιονομικών κανόνων που ισχύουν βάσει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τη διετία 2020-2021, προκειμένου να διευκολύνει τα κράτη-μέλη να επανέλθουν σε πορεία ανάκαμψης.

Σύμφωνα, μάλιστα, με την πρόσφατη τηλεδιάσκεψη του Eurogroup, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης τάχθηκαν υπέρ της συνέχισης της δημοσιονομικής ευελιξίας και το 2022, αφού το ακαθάριστο πραγματικό προϊόν της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν αναμένεται να επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα νωρίτερα από το τέλος του επόμενου έτους.

Η δημοσιονομική πολιτική των χωρών της Ευρωζώνης θα παραμείνει επεκτατική και το 2021.

Αναμένεται, ωστόσο, ότι, καθώς υλοποιούνται τα προγράμματα εμβολιασμού των Ευρωπαίων πολιτών, θα ξεκινήσει η σταδιακή κατάργηση των προσωρινών μέτρων στήριξης των οικονομιών.

Επιπλέον, η αναμενόμενη χρηματοδότηση από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility, RRF) εκτιμάται ότι θα προσφέρει επιπρόσθετη δημοσιονομική στήριξη και θα συνεισφέρει σημαντικά στην ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha Bank,στη χώρα μας, έπειτα από τέσσερα έτη πλεονασμάτων (1,5% το 2019), το αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται, το 2020, βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να είναι ελλειμματικό και να φτάσει το 6,9%.

Σύμφωνα, ωστόσο, με τις εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού 2021, το αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης του 2020 υπολογίζεται ότι έφτασε στο -9,9% του ΑΕΠ.

Επιπλέον, στο ένα τρίτο περίπου των κρατών-μελών της ΕΕ-27, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, εκτιμάται ότι θα σημειωθεί σταδιακή πτώση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μέχρι το 2022.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το δημόσιο χρέος στη χώρα μας αναμένεται να αυξηθεί σε 207,1%, το 2020, από 180,5%, το 2019, ενώ προβλέπεται να μειωθεί σε 194,8% του ΑΕΠ, μέχρι το 2022.

Στον Προϋπολογισμό 2021, προβλέπεται αύξηση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, το 2020, σε 208,9% και αποκλιμάκωση, το 2021, σε 199,6%.

Η άνοδος του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, το 2020, ωστόσο, εκτιμάται ότι προέκυψε, πρωτίστως, από τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και, δευτερευόντως, από το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης.

Αντίστοιχα, η αναμενόμενη πτώση του δημοσίου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, τη διετία 2021-2022, εκτιμάται ότι θα προκύψει από την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ τα ονομαστικά επιτόκια προσδοκάται ότι θα διατηρηθούν σε επίπεδα χαμηλότερα από το ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ (reverse snowball effect).

Το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να μετριάσει την πτωτική επίδραση της εν λόγω διαφοράς, αν και αναμένεται να είναι μικρότερο σε σχέση με πέρυσι.

Τα χαμηλά επιτόκια και η δημοσιονομική χαλάρωση

 Η Alpha Bank επισημαίνει στην ανάλυσή της, ότι παρά την αύξηση του δημοσίου χρέους πολλών χωρών αλλά και της Ελλάδας, τα χαμηλά επιτόκια και η διαμόρφωση μιας λιγότερο απότομης καμπύλης αποδόσεων μετρίασαν σημαντικά το κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο.

Ωστόσο, μια από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις, στην τρέχουσα περίοδο, εν μέσω ενός περιβάλλοντος πολύ χαμηλών επιτοκίων, είναι η αναζήτηση του άριστου σημείου ισορροπίας μεταξύ του βραχυπρόθεσμου οφέλους από μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και του μεσοπρόθεσμου κόστους ενός υψηλότερου δημοσίου χρέους, δεδομένου ότι τα χαμηλότερα επιτόκια ευνοούν τη χρηματοδότηση δημοσίων δαπανών, μέσω αύξησης του δημοσίου χρέους, παρά μέσω αύξησης της φορολογίας, ή περιορισμού των δαπανών.

Ως εκ τούτου, οι χώρες με πολύ υψηλό χρέος δεν θα πρέπει να θεωρούν το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ως κίνητρο για υψηλότερες δαπάνες, αλλά ως μια ευκαιρία για χρηματοδότηση των άμεσων, δημοσιονομικών μέτρων στήριξης λόγω της κρίσης, τα οποία πρέπει να έχουν περιορισμένο ορίζοντα και να μην επιβαρύνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα το δημόσιο χρέος.

Οι δημοσιονομικές προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υψηλού χρέους θα πρέπει να συνεχιστούν από τις κυβερνήσεις απρόσκοπτα, ώστε να αποφευχθούν οι αρνητικές, μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των υψηλών επιπέδων χρέους. Μετά την πανδημική κρίση, μια δυναμική και διατηρήσιμη ανάπτυξη θα είναι ο βασικός παράγοντας που θα συνεισφέρει στη μείωση του δημοσίου χρέους.

Σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, η ανάπτυξη θα βασιστεί στα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, αλλά μακροπρόθεσμα θα επιτευχθεί μέσω των επιπρόσθετων, οικονομικών μεταρρυθμίσεων.

Σημαντικοί, ωστόσο, δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν, καθώς μια ενδεχόμενη αλλαγή των ευνοϊκών συνθηκών σχετικά με το κόστος αναχρηματοδότησης πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη.

Οι φορολογικές υποχρεώσεις

Επίσης, μια ηπιότερη ανάκαμψη της οικονομίας έναντι της αναμενόμενης ενδέχεται να δυσχεράνει την αποπληρωμή των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, ή/και των δανείων για τα οποία το Κράτος έχει παράσχει εγγυήσεις, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας.

Συνεπώς, μια αντιστάθμιση των ενδεχόμενων κινδύνων είναι απαραίτητη και θα μπορούσε να επιτευχθεί από μια πιο εμπροσθοβαρή εκταμίευση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από μια παρατεταμένη διάρκεια της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής.

Ωστόσο, παρά το υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας μας, οι κίνδυνοι βιωσιμότητας μεσομακροπρόθεσμα παραμένουν περιορισμένοι, λόγω των ευνοϊκών χαρακτηριστικών της σύνθεσης του ελληνικού χρέους, όπως αναπτύξαμε ανωτέρω.

Ως εκ τούτου, η βραχυπρόθεσμη αύξηση του δημοσίου χρέους και των χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.