Το ανώτατο δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, έπειτα από προσφυγή ενός προπονητή ηλικίας πενήντα οκτώ ετών που ζητούσε να αναιρεθεί η καταδικαστική για εκείνον απόφαση και να δεχθεί το δικαστήριο τη μεταβολή της κατηγορίας από την πράξη του βιασμού σε αποπλάνηση ανηλίκου.

Ο προπονητής είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών, και καθηγητής Σωματικής Αγωγής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Είχε αναλάβει την ανήλικη αθλήτρια στίβου ηλικίας δεκατριών ετών. Κατηγορείται για το αδίκημα του βιασμού κατʼ εξακολούθηση της ανήλικης αθλήτριας μέσα στα αποδυτήρια.

Τον Μάιο του 2001, η τότε ανήλικη αθλήτρια, πηγαίνοντας για προπόνηση διαπίστωσε ότι θα ήταν στην προπόνηση μόνο αυτή. Τότε ρώτησε τον προπονητή της πού είναι οι συναθλητές της κι εκείνος φέρεται της απάντησε: «Μια χαρά είμαστε οι δυο μας».

Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης καταγράφονται στις περιγραφές που περιέχει η απόφαση του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία αναφέρει πως αφού η ανήλικη πήγε στα αποδυτήρια για να αλλάξει «Λίγα λεπτά αργότερα και ενώ βρισκόταν γυμνή άκουσε την πόρτα να ανοίγει και στη συνέχεια να κλειδώνει»

Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι ο προπονητής ξέχασε την παρουσία της στον χώρο και έφυγε κλειδώνοντάς τη μέσα στα αποδυτήρια. Πριν προλάβει, όμως, να επεξεργαστεί την κατάσταση, ο προπονητής εμφανίστηκε μπροστά της. Η ανήλικη αιφνιδιάστηκε και επιχείρησε να ντυθεί. Τότε ο προπονητής άρχισε να της μιλάει «καθησυχαστικά», λέγοντάς της να μη φοβάται και να του δείξει εμπιστοσύνη διότι δεν θα της έκανε κάτι κακό. Κατόπιν, εκμεταλλευόμενος αφενός το σάστισμα της ανήλικης και την υπέρτερη σωματική του δύναμη, βίασε την ανήλικη, επιχειρώντας να της κλείσει το στόμα.

Την προειδοποίησε να μη μιλήσει σε κανέναν για το τι έγινε, απειλώντας την ότι, ακόμα και αν μιλούσε, επειδή αυτόν «τον γνώριζε όλη η Ελλάδα», δεν θα πίστευαν την ίδια και θα την θεωρούσαν τρελή, προσθέτοντας πως ντροπή για εκείνη θα αισθανθούν και οι γονείς της.

Στο σχολείο την επόμενη κιόλας ημέρα, ο προπονητής ισχυρίστηκε πως:

«Αυτό ήταν φυσιολογικό και ότι το κάνουν όλοι οι προπονητές με τις αθλήτριές τους. Επρόκειτο για «προπονητική μέθοδο» που θα βελτίωνε τη συνεργασία».

Μετά την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση για κάθειρξη δώδεκα ετών, ο προπονητής οδηγήθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού, αλλά επικαλούμενος λόγους υγείας, σύντομα αποφυλακίστηκε και μετά από πολλές αναβολές στον δεύτερο βαθμό καταδικάστηκε σε κάθειρξη οκτώ ετών.

Ο κατηγορούμενος ζήτησε από τον Άρειο Πάγο να του αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 του Ποινικού Κώδικα (ειλικρινή μετάνοια μετά την τέλεση της πράξης κ.ο.κ.), αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr