Ο “μπαμπάς” της video art, Nam June Paik, γεννήθηκε το 1932 στη Σεούλ και ήταν το μικρότερο παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας που είχε άλλα τέσσερα παιδιά. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης μιας μεγάλης κλωστοϋφαντουργικής εταιρίας και ο Paik μεγάλωσε μελετώντας μουσική, και συγκεκριμένα εκπαιδεύθηκε σαν κλασικός πιανίστας.

Εξαιτίας του Κορεατικού Πολέμου η οικογένεια αναγκάζεται, το 1950, να μετακομίσει, αρχικά στο Χονγκ Κονγκ και στη συνέχεια στην Ιαπωνία, όπου έξι χρόνια μετά αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο καταθέτοντας τη διατριβή του για τον συνθέτη Arnold Schönberg.

Στη συνέχεια μετακομίζει στην Γερμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του στην ιστορία της μουσικής, στο Πανεπιστήιμιο του Μονάχου. Εκεί συναντά, ανάμεσα σε άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, τον συνθέτη John Cage, έναν από τους πρώτους οργανωτές του κινήματος Fluxus, τον George Maciunas και, βέβαια, τον Joseph Beuys.

Γίνεται ενεργό μέλος του Fluxus, που εκείνη την εποχή συγκέντρωνε το ενδιαφέρον όλων των πρωτοπόρων καλλιτεχνών, λόγω της αποδοχής που υπήρχε στις διάφορες, ακόμη και πειραματικές, μορφές τέχνης. Στην ουσία, αυτό το ανομοιογενές καλλιτεχνικό κίνημα χαρακτηρίστηκε από την εμφανή εστίαση στην καλλιτεχνική δράση, την προσωπικότητα, τις απόψεις και τις τοποθετήσεις του καλλιτέχνη, μετατοπίζοντάς την από το ίδιο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Για τη δημιουργία των “έργων” χρησιμοποιήθηκαν μέσα όπως η performance, η μουσική, η ποίηση, η ζωντανή εικόνα και το video.

Nam June Paik

Στοχαστής, γλύπτης, performer

Εξάλλου, ο Nam June Paik ήταν ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης και οι ιδιότητές του σαν στοχαστής, γλύπτης, performer, μουσικός και, βέβαια, δημιουργός και εμπνευστής της video art συνθέτουν την τέχνη του και μας δίνουν μόνο μια μικρή εικόνα του τεράστιου έργου και οράματός του. Μέσα από το έργο του διακρίνουμε έντονα την αγωνία του να προπορεύεται πάντα της εποχής του και την επιθυμία του να ταξιδέψει η τέχνη του στο μέλλον.

Το έργο του “Electronic Superhighway”, μια μεγάλων διαστάσεων εγκατάσταση που αποτελείται από πενήντα ένα monitors που λειτουργούν συγχρόνως, προβάλλοντας διαφορετικές εικόνες και από φωτεινούς σωλήνες neon που τη διατρέχουν και περικλείουν τις οθόνες, είναι η εικόνα της Αμερικής που ο Paik εισέπραξε, όταν έφθασε εκεί το 1964. Το τεράστιο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων που προσκαλούσε τον ταξιδιώτη σε ένα road trip χωρίς τέλος και τα φωτισμένα με neon μοτέλ στις άκρες τους του έδωσαν τα ερεθίσματα για τη δημιουργία ενός έργου σχεδόν προφητικού.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως του αποδίδεται η δημιουργία του όρου “Information Superhighway”, παραλλαγή ίσως του “Electronic Superhighway” που εκφράζει απόλυτα την αγάπη του για τη τεχνολογία και τη χρήση της στα έργα του, προβλέποντας ταυτόχρονα την τεράστια σημασία της μετάδοσης της πληροφορίας μέσα από αυτήν, πράγμα που σήμερα αποτελεί μια πραγματικότητα.

Διάσπαρτες τηλεοράσεις παντού

To 1963 κάνει την επίσημη πρώτη καλλιτεχνική του εμφάνιση, στην Galerie Parnass, στο Wuppertal, με διάσπαρτες τηλεοράσεις παντού μέσα στον χώρο, χρησιμοποιώντας μαγνήτες για να μεταβάλλει ή να αλλοιώνει τις εικόνες τους. Έναν χρόνο αργότερα μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, γνωρίζει την τσελίστα Charlotte Moorman και αρχίζει να πειραματίζεται στη δημιουργία έργων που συνδυάζουν το video, την μουσική και την performance.

Από αυτούς τους πειραματισμούς προέκυψε και το Opera Sextronique, το 1967, προκαλώντας σκάνδαλο, όταν η Moorman συνελήφθη λόγω της παρουσίας της που ήταν topless. H Charlotte Moorman ξαναέπαιξε τσέλο για τον Nam June Paik το 1969, παίρνοντας τον ρόλο του ζωντανού γλυπτού, φορώντας όμως αυτή τη φορά δύο οθόνες που κάλυπταν το στήθος της.

Ανατρεπτικός, όπως πάντα, αποφασίζει το 1984 να δημιουργήσει την πρώτη διεθνή δορυφορική εγκατάσταση, το Good Morning, Mr. Orwell, που πραγματοποιήθηκε κατά τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, την 1η Ιανουαρίου 1984, και ήταν μια ζωντανή σύνδεση μεταξύ της WNET της Νέας Υόρκης, του Centre Pompidou στο Παρίσι, και της Νότιας Κορέας.

Καταφέρνοντας να συμμετέχουν στο δρώμενο, καλλιτέχνες όπως ο John Cage, η Laurie Anderson με τον Peter Gabriel, ο Joseph Beuys, ο χορογράφος Merce Cunningham, οι ποιητές Allen Ginsberg και Peter Orlovsky και η Charlotte Moorman, ο Paik έδωσε μια προκλητικά ενδιαφέρουσα απάντηση στον Orwell.

Ακολούθησαν αρκετά ακόμη σημαντικά έργα στα οποία υπήρχε πάντα και μια καινοτομία για να συμπληρώσει τις ήδη υπάρχουσες. Το έργο του Nam June Paik στο σύνολό του έχει κάνει τόσο τους θεωρητικούς της τέχνης όσο και τους υπόλοιπους δημιουργούς να του αποδώσουν χαρακτηρισμούς που κινούνται από την εφευρετικότητα ως την ανατροπή, την αγριότητα ως τον ρομαντισμό, και σίγουρα την ευφυΐα του σχολιαστικού χιούμορ.

Ο ίδιος, φεύγοντας από τη ζωή τον Ιανουάριο του 2006, σε ηλικία 73 χρόνων, πιστεύω πως θα εστίαζε στο “There is no rewind button on the BETAMAX of life”.

Γράφει η Λιάνα Ζωζά