Η διευκολυντική κατεύθυνση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για αποδοχή των ελληνικών κρατικών τίτλων ως εξασφαλίσεων στο πρόγραμμα PEPP, επέτρεψε στις ελληνικές τράπεζες να υποκαταστήσουν χρηματοδοτικούς πόρους από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων με φθηνότερους πόρους. Παράλληλα, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκε από την αύξηση των καταθέσεων λιανικής, εξέλιξη στην οποία συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό τα κυβερνητικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020 σημείωσαν σωρευτική αύξηση κατά 12,8 δισεκ. ευρώ ή 8,9% σε σχέση με το τέλος του 2019, παρά την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας. H άνοδος προήλθε κατά κύριο λόγο από τον
τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ), αντανακλώντας αποταμίευση για λόγους πρόνοιας έναντι μελλοντικών αναγκών, αυξημένο τραπεζικό δανεισμό και κρατικές ενισχύσεις περιλαμβανομένης της δυνατότητας αναβολής πληρωμών δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων. Άνοδο σημείωσαν και οι καταθέσεις των νοικοκυριών, που αποτελούν το 80% περίπου των καταθέσεων του εγχώριου ιδιωτικού τομέα, εξαιτίας της προληπτικής αποταμίευσης, της αναστολής καταναλωτικών δαπανών και των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.
Η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε το 2020 έναντι των προηγούμενων ετών. Οι τράπεζες αύξησαν τις πιστώσεις τους ιδίως προς τις μεγάλες και λιγότερο προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2020, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μεγάλες ΜΧΕ ανήλθε σε 9,1%, από 6,7% το δεκάμηνο του 2019. Όσον αφορά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης ανήλθε σε 1,2% το δεκάμηνο του 2020, έναντι -1,6% την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Η ενδυνάμωση της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις το 2020 αντανακλά την αυξημένη ζήτηση εξωτερικής χρηματοδότησης εκ μέρους των επιχειρήσεων δεδομένου του περιορισμού των εσόδων τους από πωλήσεις εξαιτίας της πανδημίας. Από την πλευρά της προσφοράς, η σημαντική επέκταση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διευκολύνθηκε μεταξύ άλλων από τα μέτρα που έλαβε το Ευρωσύστημα και τα οποία βελτίωσαν τους όρους χρηματοδότησης των τραπεζών, καθώς και από τα μέτρα που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση για ενίσχυση των προγραμμάτων κάλυψης τραπεζικών δανείων με εγγυήσεις και συγχρηματοδότησης τραπεζικών πιστώσεων.
Η παροχή τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις ενισχύθηκε, ειδικά μετά τον Ιούνιο, από τα προγράμματα χρηματοδότησης μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας με εγγυήσεις (από το “Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων COVID-19”) και επιδότηση επιτοκίου (“ΤΕΠΙΧ ΙI”), καθώς και από τις χρηματοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Οι σωρευτικές εκταμιεύσεις δανείων που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά εργαλεία του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και, ιδίως από τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ανήλθαν το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2020 σε 5,1 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμούσε με το 42% της ακαθάριστης ροής νέων δανείων τακτής λήξης προς το σύνολο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για το διάστημα αυτό.
Σημαντικό μερίδιο των εν λόγω εκταμιεύσεων αφορούσε προγράμματα με προνομιακούς όρους υπέρ των δανειοληπτών (όσον αφορά το επιτόκιο δανεισμού ή τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις), τα οποία συνιστούν μέρος των έκτακτων μέτρων στήριξης της ρευστότητας των επιχειρήσεων που επλήγησαν
από την πανδημία. Από την άλλη πλευρά, η πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών σε σχέση με τον τομέα των νοικοκυριών παρέμεινε αρνητική. Συγκεκριμένα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά κατά τους πρώτους δέκα μήνες του 2020 έφθασε κατά μέσο όρο το -2,7%. Η συρρίκνωση του υπολοίπου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά συνδέεται με την επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης και τις εκτιμήσεις για άνοδο της ανεργίας, την περιστολή των καταναλωτικών δαπανών και την αύξηση της οικονομικής αβεβαιότητας.
Οι τράπεζες αναμένεται να συνεχίσουν να δίνουν προτεραιότητα στην παροχή δανείων προς τις επιχειρήσεις, στο εγγύς μέλλον για ανάγκες κεφαλαίων κίνησης και πιο μεσοπρόθεσμα για επενδυτικούς σκοπούς, καθώς η οικονομία θα ανακάμπτει. Σημαντικό περιοριστικό παράγοντα για την προσφορά πιστώσεων εκ μέρους των τραπεζών συνεχίζει να αποτελεί η προοπτική της δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της ύφεσης. Η ενίσχυση της τραπεζικής χρηματοδότησης αναμένεται ότι θα συνεχίσει να στηρίζεται στα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στο βαθμό που αυτά θα επεκταθούν χρονικά, και, από το 2021, έμμεσα στην επίδραση από τη διοχέτευση στην ελληνική οικονομία των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU.