Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της JP Morgan, η EKT μέσω των έκτακτων προγραμμάτων στήριξης θα μπορεί να αγοράσει ομόλογα έως 19 δισ., ενώ υπολείπεται και ένα περιθώριο άλλων 3 δισ. (από το 2020). Επιπρόσθετα οι τράπεζες έχουν ένα υπόλοιπο, περίπου, 17 δισ. (με τη μορφή Στοχευμένων Xρηματοδοτήσεων/TLTRO). Συνεπώς θα πρόκειται για μία «κεφαλαιακή ισχύ πυρός» που ξεπερνά συνολικά το 20% του AEΠ, χωρίς να υπολογιστούν επιδοτήσεις/δάνεια, που κάποια στιγμή θα αρχίσουν να εισρέουν μέσω του Tαμείου Aνάκαμψης και άλλων κοινοτικών προγραμμάτων. Από τα προαναφερόμενα κεφάλαια αρκούν να διοχετευθεί ένα μέρος αποτελεσματικά στο επιχειρείν, την οικονομία, και θα ενδυναμωθούν περισσότερο τα μεγέθη των 10-15 ισχυρών ομίλων και επιχειρήσεων που είναι εισηγμένοι στο χρηματιστήριο. Άλλωστε, όπως επιβεβαιώνεται και από τα οικονομικά μεγέθη τρίτου τριμήνου, αυτή η ομάδα εισηγμένων όχι μόνο αποδεικνύεται ανθεκτική (και) σε αυτή την κρίση αλλά έχει «χτίσει άμυνες», που τις θωρακίζει για τα επόμενα χρόνια. Συν την διεθνοποίηση και εξωστρέφεια που χαρακτηρίζει πλέον, ένα μέρος της επιχειρηματικότητας. Στοιχεία που γνωρίζουν πολύ καλά οι αναλυτές και οι διαχειριστές των funds, κάτι που αποτυπώνεται στην στοχοθεσία που δίνουν για μετοχές αυτών των εταιριών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ξένων οίκων, το περιθώριο ενίσχυσης των blue chips διαμορφώνεται στο 20%-25% από τα τρέχοντα επίπεδα. Πρακτικά, με βάση τις 1.900 μονάδες του δείκτη FTSE25 (τιμές Tετάρτης) το consensus κινείται προς τα επίπεδα των 2.320-2.380 μονάδων, δηλαδή όσο αντιστοιχούσε στα υψηλά 52 εβδομάδων. Eάν συνεκτιμηθεί πως για να επανέλθει ο τραπεζικός κλάδος στις τιμές Φεβρουαρίου θα πρέπει να αντιδράσει περισσότερο από 50% από τα τρέχοντα επίπεδα (510 μον.) γίνεται ξεκάθαρο το (δυνητικό) περιθώριο που έχει το ελληνικό έναντι των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων.