Η υγειονομική κρίση, που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και εννέα μήνες, έχει δημιουργήσει, για μια ακόμη φορά μέσα σε λίγα χρόνια, συνθήκες βαθιάς ύφεσης στην ελληνική οικονομία. Οι περισσότερες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις της χώρας αντιμετωπίζουν άμεσο πρόβλημα επιβίωσης, ενώ για 200.000 από αυτές είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να μην ανοίξουν ξανά μετά την πανδημία.
Από την πλευρά της κυβέρνησης έχουν πράγματι ληφθεί μέτρα για τη στήριξη του ιδιωτικού τομέα, ωστόσο αυτά αρκούν μόνο για να περιορίσουν το μέγεθος της καταστροφής. Σήμερα, στο τραπεζικό σύστημα της χώρας έχουν πραγματική πρόσβαση περίπου 15.000-25.000 μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ στο κρατικό σύστημα στήριξης, μέσω επιχειρήσεων και δανείων έχουν πρόσβαση περίπου 100.000 επιχειρήσεις. Οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούν συνολικά στο 10% των ενεργών ΑΦΜ. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις, μικρές και πολύ μικρές στη συντριπτική τους πλειονότητα, έχουν μείνει μόνες απέναντι στη νέα αυτή καταιγίδα, χωρίς χρηματοπιστωτικά εργαλεία.
Μέτρα, όπως η μείωση του ενοικίου, η επιστρεπτέα προκαταβολή, η αναστολή συμβάσεων εργασίας και η μετάθεση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, παρέχουν μια μικρή ανακούφιση. Όμως, μια επιχείρηση που δεν λειτουργεί καταγράφει και συσσωρεύει ζημιές κάθε μέρα που περνάει. Είναι, δε, γεγονός ότι η αναβολή των υποχρεώσεων δεν ισοδυναμεί με διαγραφή, απλώς μεταφέρει το πρόβλημα στο μέλλον.
Είναι αλήθεια ότι, μετά την αδειοδότηση των εμβολίων για την καταπολέμηση του ιού, η αισιοδοξία φαίνεται να επιστρέφει στις αγορές. Σε αυτό συμβάλλει και το ιστορικά χαμηλό, αν όχι αρνητικό, επίπεδο των επιτοκίων αγοράς διεθνώς. Θετικές προσδοκίες δημιουργεί, επίσης, η διασφάλιση σημαντικών πόρων για την ελληνική οικονομία, από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένη, ώστε να αξιοποιήσει το θετικό κλίμα και τα αναπτυξιακά κονδύλια που θα λάβει, για να αυξήσει το μέγεθος των επενδύσεων και να στηρίξει την επιχειρηματικότητα, με έμφαση σε κλάδους που παράγουν και εξάγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Την ίδια ώρα, όμως, οφείλει να διαθέσει ένα μέρος των πόρων για να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία και ειδικά στη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα.
Το πρόγραμμα που υλοποιεί η κυβέρνηση με πόρους του ΕΣΠΑ, μέσω των περιφερειών της χώρας για την ενίσχυση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης χωρίς επιστροφή, ύψους 250 εκατ. ευρώ, είναι μια θετική παρέμβαση. Ωστόσο, δεν αρκεί. Είναι απαραίτητο να υπάρξει αύξηση των πόρων, σε επίπεδα άνω των 2 δισ. ευρώ, ώστε να στηριχθούν αποτελεσματικά και στοχευμένα οι μικρές επιχειρήσεις. Τα Επιμελητήρια μπορούν να συμβάλουν στην υλοποίηση των δράσεων, με τη δημιουργία ειδικών help desk για την καθοδήγηση και την υποστήριξη των επιχειρήσεων που θέλουν να συμμετέχουν.
Με δεδομένο ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις της χώρας εξακολουθούν να είναι αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό, η υλοποίηση ενός μεγάλης έκτασης προγράμματος για τη στήριξή τους είναι το μόνο που μπορεί να τις κρατήσει σήμερα στη ζωή.