Το ζήτημα είναι ότι, ένας σημαντικός λόγος που οι εταιρικές επενδύσεις στην Ελλάδα είναι χαμηλές, είναι ακριβώς η δυσχερής πρόσβαση στη χρηματοδότηση — σε δανεισμό και κυρίως σε μετοχικά κεφάλαια.
Η δυσχερής πρόσβαση στη χρηματοδότηση αποτελεί τροχοπέδη για τη μεγέθυνση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ). Και αντίστροφα, το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων δυσχεραίνει τη χρηματοδότησή τους και επομένως τη δημιουργία κρίσιμης μάζας επιχειρήσεων για την ύπαρξη ρευστών αγορών κεφαλαίου για το σύνολο της οικονομίας. Η δυσχερής πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τις ελληνικές επιχειρήσεις και η έλλειψη ρευστών αγορών κεφαλαίου, αντικατοπτρίζεται στις αποδόσεις που επιτυγχάνουν τα ελληνικά νοικοκυριά στις αποταμιεύσεις τους. Συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ, τα ελληνικά νοικοκυριά επενδύουν μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεών τους σε κατοικίες, αντί για χρηματοπιστωτικά και ασφαλιστικά προϊόντα, τα οποία γενικά παρέχουν μεγαλύτερη ρευστότητα και διασπορά κινδύνου. Επίσης, σε μεγαλύτερο ποσοστό συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ, οι επενδύσεις στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα είναι τραπεζικοί λογαριασμοί, οι οποίοι παρέχουν χαμηλότερες αποδόσεις από άλλα προϊόντα όπως ομόλογα, μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια. Οι συγκρίσεις αυτές προκύπτουν από πρωτογενείς έρευνες στα νοικοκυριά, αλλά διαφαίνονται και από το σχετικά μικρό μέγεθος του ασφαλιστικού και επενδυτικού τομέα στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση από εσωτερικές πηγές (internal finance), όπως τα κέρδη και οι αποταμιεύσεις μιας επιχείρησης, είναι σχεδόν σταθερή, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 2000 και μετά. Η χρηματοδότηση από εξωτερικές πηγές (external finance, τράπεζες και κεφαλαιαγορές) ήταν σχεδόν ίση με αυτήν από εσωτερικές πηγές την περίοδο 2000-08 πριν την κρίση, αλλά σχεδόν μηδενική κατά την περίοδο 2010-19, με μια μικρή ανάκαμψη το 2018-19. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι ελληνικές επιχειρήσεις βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά σε εσωτερική χρηματοδότηση.
Η δυσκολία πρόσβασης στην εξωτερική χρηματοδότηση προκύπτει από διάφορους δείκτες. Το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων από τις τράπεζες είναι αισθητά υψηλότερο από άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Οι ελληνικές ΜμΕ υποφέρουν όχι μόνο από υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με άλλες χώρες, αλλά και από χαμηλότερη παροχή νέου δανεισμού προς αυτές. Συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, περισσότερες ελληνικές ΜμΕ αποθαρρύνονται να αιτηθούν δάνεια από τράπεζες ή βλέπουν τις αιτήσεις τους να απορρίπτονται. Η διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρώνοφείλεται εν μέρει στο μικρό μέγεθος των ελληνικών ΜμΕ και στον προσανατολισμό τους στην εσωτερική αγορά. Η διαφορά όμως είναι μεγάλη για να μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τα χαρακτηριστικά αυτά.