Με αφορμή δημοσιεύματα στα ελληνικά ΜΜΕ, που αναφέρουν ότι ο ΟΟΣΑ, με την έκθεσή του για τις κοινωνικές δαπάνες, στην ουσία “σιγοντάρει” τις προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη για το ασφαλιστικό, καλό είναι να αναφέρουμε τι ακριβώς περιλαμβάνει η τελική έκθεση της Επιτροπής, για να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα.
Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση, οι παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα κατά την τελευταία δεκαετία βελτίωσαν σημαντικά τους δείκτες μακροχρόνιας βιωσιμότητάς του. Ωστόσο, παραμένουν προβλήματα στη δομή του με υψηλό βαθμό επιβάρυνσης της εργασίας και περιορισμένο βαθμό ανταποδοτικότητας και δυνατότητας κεφαλαιοποίησης. Η σημερινή δομή του ασφαλιστικού θέτει σημαντικά αντικίνητρα τόσο στην εργασία, όσο και στην αποταμίευση και τις επενδύσεις. Τα αντικίνητρα αυτά θα γίνονται όλο και πιο ισχυρά με το πέρασμα του χρόνου εξαιτίας των επιδεινούμενων δημογραφικών τάσεων.
H Επιτροπή Πισσαρίδη σημειώνει ότι, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα παραμένει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ (16,5% έναντι 13,2% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), με τη χώρα να βρίσκεται στην υψηλότερη θέση στην Ευρωζώνη, παρά τις διαδοχικές περικοπές και αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα από το 2010. Επιβαρυντικά για τα δημόσια οικονομικά δρα και το υψηλό ποσοστό κρατικής επιχορήγησης για την κάλυψη συντάξεων σε ύψος 10,1% του ΑΕΠ το 2018, έναντι 3,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Σε συνδυασμό με την υψηλή μισθολογική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης (11,7% έναντι 9,9% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), το Ελληνικό Δημόσιο καταλήγει να δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (28,4%) σε μισθούς και συντάξεις στην Ευρωζώνη (έναντι 23,1% κατά μέσο όρο). Ως αποτέλεσμα της άνισης κατανομής των δαπανών, κρίσιμοι τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι δημόσιες επενδύσεις υποχρηματοδοτούνται.
Στο πλαίσιο αυτό, πολιτικές προσαρμογής που υιοθετήθηκαν τα περασμένα έτη στοχεύουν στην σταδιακή αποκλιμάκωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ, και στη μείωση της επιχορήγησης από τον κρατικό προϋπολογισμό ως ποσοστό των συνολικών δαπανών του. Είναι σημαντικό, κατά την ερχόμενη δεκαετία, να μην εκτροχιαστεί η χώρα από την πορεία αυτή, έτσι ώστε η συνταξιοδοτική και μισθολογική δαπάνη του δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ να μειωθεί σταδιακά, συγκλίνοντας προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και κλείνοντας μερικώς την ψαλίδα. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στους κινδύνους που προέρχονται από την τρέχουσα κρίση της πανδημίας και την επίπτωσή της στην πορεία του ΑΕΠ.
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι Επιτροπή Πισσαρίδη και ΟΟΣΑ πράγματι συγκλίνουν, σε ότι αφορά τουλάχιστον το δημοσιονομικό κόστος του ασφαλιστικού συστήματος. Κάτι που ανοίγει το “δρόμο” για την κυβέρνηση να προχωρήσει σε νέες μεταρρυθμίσεις. Προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν οι παρεμβάσεις αυτές όμως; Και πάλι “μπούσουλας” θα είναι οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση της Επιτροπής.