Η οικονομική κρίση που προκαλεί η πανδημία στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον κόσμο, επιτείνει την ανάγκη να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν στη χώρα μας μια σειρά από μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές. Η μεγάλη εθνική πρόκληση που καλούμαστε να κερδίσουμε, είναι η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο, βιώσιμο και περισσότερο ανθεκτικό παραγωγικό μοντέλο. Για τη χρηματοδότηση αυτής της προσπάθειας έχουν εξασφαλιστεί σημαντικοί πόροι από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για ποσά που μπορούν να βοηθήσουν στην κάλυψη του επενδυτικού κενού που έχει δημιουργηθεί στη χώρα, κινητοποιώντας νέες παραγωγικές επενδύσεις σε δυναμικούς, εξωστρεφείς τομείς.
Ωστόσο, από μόνα τους αυτά τα κεφάλαια δεν αρκούν. Χρειάζεται, επιτέλους, να διορθωθούν και οι μεγάλες θεσμικές αδυναμίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μία από αυτές αφορά τη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
Όπως προκύπτει από στοιχεία διεθνών οργανισμών, το δικαστικό μας σύστημα παρουσιάζει μια από τις χειρότερες αναλογίες δικαστικών υπαλλήλων ανά δικαστή, αλλά και έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς δικαστηρίων κατά κεφαλή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρησιμοποιεί σε περιορισμένο βαθμό την τεχνολογία για την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, ενώ οι δαπάνες για τη λειτουργία του είναι σχετικά χαμηλές. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, για μια εμπορική διαμάχη που εκδικάζεται σε πρωτοδικείο, απαιτούνται 1.711 ημέρες, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία επίλυσής της, έναντι μέσου όρου 584 ημερών στις χώρες του ΟΟΣΑ. Παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά, δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι τώρα ένα ολοκληρωμένο, ορθολογικό σχέδιο για την αναβάθμιση της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος.
Αν η κυβέρνηση θέλει να αντιμετωπίσει μία από τις μεγαλύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας, να προσελκύσει ξένες επενδύσεις και να εμπεδώσει αίσθημα ασφάλειας δικαίου στην ελληνική κοινωνία, θα πρέπει να προχωρήσει σε βαθιές αλλαγές. Σε αυτές θα πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνεται η μείωση του αριθμού των δικαστηρίων, με συγχώνευση μικρών δικαστηρίων. Μια τέτοια παρέμβαση είναι αναμενόμενο να προκαλέσει αντιδράσεις. Ωστόσο, πρέπει κάποια στιγμή η χώρα να απεμπλακεί από ξεπερασμένες και αποτυχημένες στην πράξη λογικές, που θέλουν σε κάθε πόλη κι ένα δικαστήριο και ένα πανεπιστήμιο κ.τ.λ. Αυτού του είδους οι εμμονές ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας στο παρελθόν, ενώ σήμερα την εμποδίζουν να προχωρήσει μπροστά. Για τις μικρότερες πόλεις και τα νησιά μπορεί να προκριθεί η δημιουργία δικαστικών καταστημάτων, που θα επιτρέπουν τη διεκπεραίωση μιας σειράς διαδικασιών, όπως οι ακροάσεις δικηγόρων διαδίκων, μέσω τηλεδιάσκεψης. Έτσι οι τοπικοί δικηγόροι και οι πολίτες δεν θα χρειάζεται να επιβαρύνονται με κόστη μετακίνησης, ενώ θα έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα για τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του συστήματος.
Παράλληλα, θα απαιτηθεί η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για την αντιμετώπιση του κτιριακού προβλήματος, αλλά και για την αναβάθμιση της διοίκησης του συστήματος: διαχείριση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, αξιολόγηση κ.ά. Στο πλαίσιο της ψηφιακής μετάβασης θα πρέπει επίσης να προχωρήσει η εφαρμογή της ψηφιακής δικογραφίας και να ολοκληρωθεί το έργο του «Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων». Απαραίτητος είναι ο εκσυγχρονισμός των προγραμμάτων σπουδών στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, η εισαγωγή του θεσμού της διαμεσολάβησης σε νέες κατηγορίες διαφορών, καθώς και η αναμόρφωση του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, ώστε να καλυφθούν οι σύγχρονες ανάγκες των δικαστηρίων όλων των δικαιοδοτικών κλάδων και των εισαγγελέων.
Η αναβάθμιση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης είναι μια δύσκολη, αλλά άκρως απαραίτητη μεταρρύθμιση. Από την πλευρά της κυβέρνησης έχει εκφραστεί η σχετική βούληση. Περιμένουμε, όμως, περισσότερα στην πράξη. Περιμένουμε έναν ολοκληρωμένο οδικό χάρτη μετάβασης, από ένα σύστημα που σήμερα πάσχει, σε ένα σύγχρονο, αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα, ανάλογο μιας χώρας που θέλει να κάνει το άλμα στο μέλλον.