Στη σημασία της δημιουργίας bad bank για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στις ελληνικές τράπεζες, αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Σε ομιλία του σε εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου με τίτλο: «Οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις στην Ελλάδα των προγραμμάτων προσαρμογής 2010-2018», ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι  tο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), απόρροια κυρίως της ύφεσης, αποδείχθηκε εξαιρετικά δυσεπίλυτο. Tο πρόβλημα των NPLs επέτειναν περαιτέρω νομοθετικές παρεμβάσεις όπως η αναστολή των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, η κατάχρηση του πλαισίου προστασίας από κατασχέσεις, καθώς και διάφορα άλλα νομικά και δικαστικά εμπόδια, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης και η έλλειψη επαρκών γνώσεων των λειτουργών της δικαιοσύνης για θέματα του χρηματοπιστωτικού τομέα.
«Εκ των υστέρων, αν είχε υπάρξει δυναμικότερη αντίδραση τα πρώτα χρόνια της κρίσης, αν δηλαδή οι αναγκαίες νομοθετικές αλλαγές είχαν εφαρμοστεί πολύ νωρίτερα και είχε θεσπιστεί μια συστημική λύση με τη μορφή μιας εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (bad bank) που θα αναλάμβανε την κεντρική διαχείριση των ΜΕΔ, όπως είχε γίνει σε άλλα κράτη-μέλη, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα θα ήταν πιο περιορισμένο», εκτίμησε ο Γιάννης Στουρνάρας.
Βιώσιμο το χρέος έως το 2030
Το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδος, παρά την αύξηση του ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει βιώσιμο τουλάχιστον έως το 2030, αν και εξαιτίας της πανδημίας και των δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ληφθεί, αναμένεται να υπάρξει μία μόνιμη αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών για την εξυπηρέτηση του,  υποστήριξε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Ο Γ. Στουρνάρας συνέστησε το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας του Δημοσίου να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση χαμηλού κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, παρέχοντας εμπιστοσύνη στους επενδυτές.
Όπως ανέφερε ο ίδιος μιλώντας σε εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου, σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι βασικοί κίνδυνοι βιωσιμότητας του χρέους σχετίζονται κυρίως με τους όρους χρηματοδότησης από τις αγορές, τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά και με το ύψος των παρεχόμενων εγγυήσεων που έχουν δοθεί για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, στα πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Για το λόγο αυτό συνέστησε μετά την πανδημία η κυβέρνηση να συνεχίσει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα προκειμένου η οικονομία να προετοιμαστεί όχι μόνο για μια ασφαλή και πλήρη επανεκκίνηση, αλλά πολύ περισσότερο για την επάνοδό της σε μια στέρεη αναπτυξιακή τροχιά επενδύοντας στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία.
Επίσης οι ελληνικές αρχές, με δεδομένο ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί είναι προσωρινού χαρακτήρα, θα πρέπει, όπως υπογράμμισε, να είναι έτοιμες να ενταχθούν πλήρως στους κανόνες του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, μόλις αυτοί ενεργοποιηθούν εκ νέου. Τέλος θα πρέπει να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ που θα λάβει η Ελλάδα.
Όπως εξήγησε ο διοικητής της ΤτΕ, η επίπτωση της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και τα επακόλουθα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης αναμένεται να επιφέρουν «μια μόνιμη ανοδική μετατόπιση τόσο της καμπύλης του χρέους-προς-ΑΕΠ, όσο και της καμπύλης των Ακαθάριστων Χρηματοδοτικών Αναγκών-προς-ΑΕΠ σε σχέση με τις προ-πανδημίας εκτιμήσεις. Ωστόσο, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της σύνθεσης του χρέους που αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά και της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους».