Στις περισσότερες προηγμένες οικονομικά χώρες, ο Πτωχευτικός Κώδικας λειτουργεί ως εργαλείο ανάπτυξης, συμβάλλοντας στην εξυγίανση αλλά και στην ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες εμφανίζει στον τομέα αυτό σημαντική υστέρηση. Μέχρι τώρα, η πτώχευση μιας εταιρίας ή φυσικού προσώπου αποτελεί εξαιρετικά δύσκολη και χρονοβόρος διαδικασία, στη διάρκεια της οποίας ο επιχειρηματίας αποκλείεται από την άσκηση κάθε άλλης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι περισσότερες μη βιώσιμες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να προχωρήσουν στη διαδικασία εκκαθάρισης και να κάνουν το επόμενο επιχειρηματικό βήμα, ασκώντας τοξική επίδραση στην αγορά – στους μετόχους, τους εργαζομένους, τους πελάτες και τους προμηθευτές τους, αλλά και για τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Το πρόβλημα αυτό αναδείχθηκε ακόμη πιο έντονα, στο πλαίσιο της προσπάθειας να αντιμετωπιστεί το τεράστιο συσσωρευμένο χρέος που δημιουργήθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, της ΑΑΔΕ και του ΕΦΚΑ, το συνολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα φθάνει στα 234 δισεκατομμύρια ευρώ, με τα δύο τρίτα αυτού του ποσού να αφορούν επιχειρήσεις.
Ο νέος νόμος για τη Ρύθμιση Οφειλών και την Παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας θα δώσει σε αρκετές από αυτές τις επιχειρήσεις την επιλογή να αναδιαρθρώσουν τις οφειλές τους, να εξυγιάνουν τα οικονομικά τους και να τεθούν ξανά σε λειτουργία, συνεισφέροντας στην απασχόληση και στην ανάπτυξη. Υπάρχουν, όμως, και επιχειρήσεις που δεν θα τα καταφέρουν. Και αυτές χρειάζονται τη δυνατότητα να απεγκλωβιστούν από το βάρος της υπερχρέωσης και να μπορέσουν, σε επόμενο χρόνο, να κάνουν μια νέα αρχή. Στο νέο πλαίσιο υπάρχουν προβλέψεις που υπηρετούν αυτή την ανάγκη, καθώς και αρκετές δικλείδες ασφαλείας για την αντιμετώπιση του ηθικού κινδύνου. Μένει να δούμε πώς θα μπορέσουν αυτά να εφαρμοστούν αποτελεσματικά στην πράξη.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που χρειάζεται η αγορά είναι μια συνολική προσέγγιση στη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους – αλλά και την οικονομική αποτυχία και την αφερεγγυότητα – η οποία θα είναι ρεαλιστική, δίκαιη, βιώσιμη. Ένα πλαίσιο που θα μπορεί, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, να ξεχωρίζει τα ξερά από τα χλωρά. Να μην επιτρέπει την κατάχρηση, τις δόλιες συμπεριφορές και την παρασιτική λειτουργία, αλλά να δίνει και την ευκαιρία σε όσους αποτυγχάνουν να σταθούν στα πόδια τους με αξιοπρέπεια.
Το ρίσκο είναι στοιχείο έμφυτο στην επιχειρηματικότητα και η αποτυχία υπάρχει πάντα ως πιθανότητα – ιδιαίτερα σε συνθήκες όπως αυτές που επικρατούν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιχειρηματίες που τολμούν πρέπει να στιγματίζονται για όλη τους τη ζωή. Ούτε ότι οι νέοι άνθρωποι θα πρέπει να αποτρέπονται από την ανάληψη επιχειρηματικής δραστηριότητας, από το φόβο μήπως αποτύχουν. Με το νέο κώδικα έγινε ένα θετικό βήμα. Τώρα απαιτείται παρακολούθηση στο επίπεδο της εφαρμογής και κατάλληλες διορθωτικές κινήσεις, όπου χρειάζεται, ώστε να υπάρξουν τα αναμενόμενα οφέλη για την αγορά και την κοινωνία.