Η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες του πλανήτη φυσικά, βρίσκεται εδώ και μήνες αντιμέτωπη με μία βαριά διπλή κρίση, υγειονομική και οικονομική. Το ξέσπασμα της πανδημίας την περασμένη άνοιξη, και ιδιαίτερα η νέα έξαρση του κορωνοϊού που παρατηρείται στη χώρα μας και στην Ευρώπη το τελευταίο χρονικό διάστημα, έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα.

Επιπλέον, προκαλεί αβεβαιότητα, ανασφάλεια, και σοβαρή έλλειψη εμπιστοσύνης, σε ότι αφορά τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά σε σχετική ανακοίνωση το ΕΒΕΠ, η νέα έξαρση της πανδημίας “βάζει φρένο” στην ανάκαμψη της οικονομίας, “βουλιάζει” τον τζίρο των επιχειρήσεων, “στεγνώνει” τη ρευστότητα στην αγορά και συνεχίζει να απαιτεί τη δρομολόγηση νέων πρόσθετων μέτρων στήριξης, μέχρι να βρεθεί η θεραπεία και το εμβόλιο της πανδημίας, αλλά και μέχρι να δράσει στην οικονομία.

Του Σπύρου Σταθάκη

Από τη μεριά του το ΙΟΒΕ στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία επισημαίνει ότι, κατά το προηγούμενο διάστημα η εξέλιξη της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης υπήρξε κατά κύριο λόγο οριζόντια, χωρίς ιδιαίτερα θετικές ή αρνητικές τάσεις που να αποτελούν έκπληξη. Καθίσταται σαφές πως σε παγκόσμιο επίπεδο το πρόβλημα δεν θα περιοριστεί μέσα στο τρέχον έτος αλλά θα επεκταθεί και σε σημαντικό τμήμα του επόμενου, επηρεάζοντας ουσιωδώς τις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις, και σε όλο το πρώτο εξάμηνο.

Ειδικά στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα το ΙΟΒΕ, γίνεται σαφές πως το υγειονομικό πρόβλημα θα έχει κυρίαρχο ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Κατά τη φετινή και την επόμενη χρονιά αναμένονταν επιτάχυνση της μεγέθυνσης και ισχυροποίηση της δημοσιονομικής θέσης, ως βάση και για ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα. Αντίθετα όμως, μέσα και στην παγκόσμια περιδίνηση, είμαστε σε βαθιά ύφεση και δημοσιονομικά ελλείματα. Συνυπάρχουν συνολικά τρεις ισχυρές τάσεις, πρώτον όσες προκαλούνται από την τρέχουσα κρίση, δεύτερον η δυναμική που έχει δημιουργηθεί μετά την προηγούμενη δεκαετή προσαρμογή και τα αντίστοιχα τρία προγράμματα και τρίτον, η προσδοκία της στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως μέσα από το ειδικό ταμείο που δημιουργείται αλλά και όχι μόνο.

Η συνισταμένη αυτών των τάσεων εκφράζεται και με διαφοροποίηση επιμέρους δεικτών της οικονομίας. Όπως τονίζει στην έκθεσή του το ΙΟΒΕ, στον τουρισμό το πλήγμα είναι ιδιαίτερα βαρύ καθώς διαφαίνεται πως τα έσοδα που αντιστοιχούν σε αφίξεις από το εξωτερικό θα κυμαίνονται σε πολύ μικρό ποσοστό της προηγούμενης χρονιάς. Η ζήτηση και η αντίστοιχη κερδοφορία μειώνονται έντονα και για επιχειρήσεις σε μια σειρά άλλων κλάδων που πλήττονται άμεσα από το υγειονομικό πρόβλημα ή από τα μέτρα που εφαρμόζονται για την αντιμετώπισή του, όπως στις μετακινήσεις, εστίαση, λιανικό εμπόριο και πολιτισμό. Οι εξαγωγές αγαθών, όμως, δείχνουν αξιοσημείωτη αντοχή, η μείωση τους όμως μικρή, και συμβάλλουν θετικά στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας.

Ορατά τα “σημάδια”

Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, σχετικά με την πορεία βασικών οικονομικών δεικτών, δείχνουν ότι οι επιπτώσεις του κορωνοϊού δεν είναι “παιξε γέλασε”. Αντιθέτως, αφήνουν μεγάλες “πληγές” στον “κορμό” της ελληνικής οικονομίας. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ),σχετικά με την εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλάγων το διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020, ο τουρισμός δυστυχώς έχει εξελιχθεί σε “μεγάλο ασθενή”, καταγράφοντας ανυπολόγιστες ζημίες.

Έτσι, μεταξύ άλλων, το πλεόνασμα ισοζυγίου υπηρεσιών περιορίστηκε δραστικά στα 4,5 δισ. ευρώ, από 15,2 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2019.Η σημαντική μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών οφείλεται στην επιδείνωση κυρίως του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Ειδικότερα, οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες μειώθηκαν κατά 79,7% και οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών κατά 78,0% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο το 2019.

Οι μεταφορές

Επίσης, επιδεινώθηκε και το ισοζύγιο μεταφορών, λόγω της μείωσης των καθαρών εισπράξεων από θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές. Σε απόλυτα νούμερα, τα έσοδα του τουρισμού την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020, μειώθηκαν δραματικά κατά σχεδόν 11 δισ. ευρώ (μόλις 2,6 δισ. ευρώ, από 13,2 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα το 2019). Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, ακόμη τον Αύγουστο, που παραδοσιακά θεωρείται ο μήνας κατά τη διάρκεια του οποίου η τουριστική κίνηση κορυφώνεται, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις έφτασαν μόλις τα 1,37 δισ. ευρώ, έναντι 4,1 δισ. τον αντίστοιχο περσινό μήνα.

Απογοητευτική είναι η κατάσταση και στην εγχώρια αγορά, καθώς ο τζίρος των επιχειρήσεων συνεχώς μειώνεται, ενώ οι υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος και τις τράπεζες “τρέχουν”, αυξάνοντας μέχρι σήμερα ληξιπρόθεσμες οφειλές και “κόκκινα δάνεια” σε επιπλέον 26 δισ. ευρώ. Σύμφωνα λοιπόν με τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που επεξεργάστηκε το ΕΒΕΠ, α’ εξάμηνο χάθηκε από την αγορά τζίρος 22 δισ. ευρώ, αφού ο κύκλος εργασιών των 1,4 εκ. ελληνικών επιχειρήσεων, κάθε μορφής, υποχώρησε στα 124 δισ. ευρώ, έναντι των 146 δισ. ευρώ πέρυσι.

Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στο 8μηνο, καθώς ο τζίρος “βούλιαξε” ακόμη περισσότερο με απώλειες 31 δις ευρώ και στα 160 δις από τα 190 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα πέρυσι. Τον φετινό Αύγουστο, για τις επιχειρήσεις που πλήττονται από την πανδημία, χάθηκαν επιπλέον 4 δις ευρώ από την αγορά, ενώ αντίστοιχη υποχώρηση υπολογίζεται για τον Σεπτέμβριο. Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ο κύκλος εργασιών τον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού, των εκπτώσεων και διακοπών, ανήλθε σε 16,9 δις ευρώ, καταγράφοντας μείωση 20,1% σε σχέση με τον Αύγουστο 2019, που ήταν 21,2 δις ευρώ. Μάλιστα, ο Αύγουστος ήταν χειρότερος μήνας για τις επιχειρήσεις σε σχέση με τον Ιούλιο, που οι επιχειρήσεις έκαναν τζίρο 19,8 δισ. ευρώ.

Στο ναδίρ τα ξενοδοχεία

Τη μεγαλύτερη μείωση στον κύκλο εργασιών, κατά 63,2% τον Αύγουστο 2020 σε σύγκριση με του 2019, παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του τομέα χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, ενώ ξενοδοχεία και εστίαση καταγράφουν πτώση 55%. Για τις 206.000 επιχειρήσεις που τέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας, ο κύκλος εργασιών τον Αύγουστο ανήλθε σε 1,49 δις ευρώ, σημειώνοντας μείωση 36,8% σε σχέση με τον Αύγουστο 2019, που είχε ανέλθει σε 2,36 δισ. ευρώ. Κατάρρευση τζίρου, σε σύγκριση με το περυσινό αντίστοιχο δίμηνο, υπέστησαν οι τουριστικές επιχειρήσεις με 395 εκ. τον Ιούλιο και σχεδόν 665 εκ. ευρώ τον Αύγουστο. Στο λιανεμπόριο, οι πωλήσεις της εκπτωτικής περιόδου του Αυγούστου υποχώρησαν σχεδόν 30% στα 438 εκ. από τα 568 εκ. ευρώ πέρυσι. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δοκιμάζονται σκληρά, με τις συνολικές ετήσιες απώλειες του κύκλου εργασιών να εκτιμώνται, μετά και το τελευταίο τρίμηνο του έτους, να ξεπερνούν τα 35 δισ. ευρώ. Η κερδοφορία των επιχειρήσεων αναμένεται, επίσης, να μειωθεί κατά 50%, από τα 14 δισ. ευρώ πέρυσι, στα 7 δισ. ευρώ φέτος, ενώ υπάρχει ένα “κενό ρευστότητας” 33 δισ. ευρώ.

Όλη αυτή η προβληματική κατάσταση μεταφέρεται φυσικά και στην αγορά εργασίας, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΟΑΕΔ και της ΕΡΓΑΝΗ. Έτσι, το σύνολο των εγγεγραμμένων ανέργων τον Σεπτέμβριο του 2020 έφτασε τα 1.030.411 άτομα, έναντι 913.282 ατόμων τον Σεπτέμβριο του 2019 (ποσοστιαία μεταβολή +12,83%).Επιπλέον, 527.156 (ποσοστό 53,85%) είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο του ΟΑΕΔ για χρονικό διάστημα ίσο ή και περισσότερο των 12 μηνών, ενώ το σύνολο των επιδοτούμενων ανέργων, τον Σεπτέμβριο του 2020 ανήλθε σε μόλις 161.270 άτομα, από τα οποία οι 155.130 (ποσοστό 96,19%) είναι κοινοί και λοιπές κατηγορίες επιδοτουμένων και οι 6.140 (ποσοστό 3,81%) είναι εποχικοί τουριστικών επαγγελμάτων.

Οι προσλήψεις

Την ίδια ώρα, για την περίοδο Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2020, οι αναγγελίες προσλήψεων ανήλθαν στις 1.577.213 θέσεις εργασίας και οι αποχωρήσεις έφτασαν τις 1.423.037, εκ των οποίων οι 821.461 ήταν αποτέλεσμα καταγγελιών συμβάσεων αορίστου χρόνου ή λήξεων συμβάσεων ορισμένου χρόνου και οι 601.576 οικειοθελείς αποχωρήσεις. Έτσι, το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης του πρώτου εννεάμηνου του έτους 2020 είναι θετικό και διαμορφώνεται στις 154.176 νέες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο 2020 σημειώθηκαν 48.700 λιγότερες προσλήψεις σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2019, ενώ το εννιάμηνο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2020 σημειώθηκαν  596.000 λιγότερες προσλήψεις σε σχέση με το αντίστοιχο 9μηνο του 2019.

Ανάπτυξη και χρηματοδότηση της οικονομίας

Σύμφωνα με τις επισημάνσεις του ΙΟΒΕ στην τελευταία του έκθεση, η υγειονομική κρίση λόγω του κορωνοϊού, οι εξελίξεις που έχει προκαλέσει (μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας, στήριξης των επιχειρήσεων και των πολιτών) και όσες θα προέλθουν από αυτή, θα αποτελέσουν τους καθοριστικούς παράγοντες των οικονομικών εξελίξεων στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα του 2020 και κατά πάσα πιθανότητα το 2021, εγχωρίως και διεθνώς. Την τρέχουσα περίοδο βρίσκεται σε εξέλιξη το δεύτερο στάδιο κλιμάκωσης της υγειονομικής κρίσης, σε χώρες της ΕΕ και στην Ελλάδα. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τη δυναμική της πανδημίας το φθινόπωρο, επομένως και για τις επιδράσεις της στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.

Αβεβαιότητα

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι δύο παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με την πανδημία και θεωρούνταν ως οι πλέον καθοριστικοί των επιδράσεών της στα μακροοικονομικά μεγέθη ήταν η διάρκειά της, εγχωρίως και διεθνώς, καθώς και η ένταση των μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεών της. Ειδικά για τις μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν μεγάλη σημασία η εξέλιξη της υγειονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη και οι οικονομικές επιπτώσεις της, όπως και οι παρεμβάσεις πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ για την αντιμετώπισή τους. Αυτές οι παράμετροι εξακολουθούν να θεωρούνται ως οι πλέον σημαντικές για τις οικονομικές εξελίξεις στο τρέχον εξάμηνο φέτος και τουλάχιστον κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021. Η εν εξελίξει δεύτερη, ενδεχομένως δριμύτερη φάση της υγειονομικής κρίσης, αλλά και η παραμένουσα αβεβαιότητα σχετικά με τα επιστημονικά μέσα για την καταπολέμησή της (εμβόλιο, φάρμακα), δυσχεραίνουν την πρόβλεψη της εξέλιξής τους. Για αυτόν το λόγο, με εναλλακτικές υποθέσεις για αυτές, θα πραγματοποιηθούν αντίστοιχες προβλέψεις για τις μακροοικονομικές μεταβλητές.

Συγκεκριμένα, οι υποθέσεις του βασικού σεναρίου πρόβλεψης είναι οι εξής: στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα του 2020 και το 2021, οι υγειονομικές συνθήκες εγχωρίως θα κυμαίνονται γύρω από τα τρέχοντα επίπεδα. H υγειονομική κρίση δεν θα ανακάμψει ισχυρά σε ένα μεγάλο τμήμα της χώρας και δεν θα απαιτηθούν ουσιαστικά περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα από όσα ήδη έχουν ληφθεί/προγραμματιστεί. Ακολούθως, δεν θα επανέλθουν εσωτερικά μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας, με εμβέλεια στο σύνολο της επικράτειας, που θα αφορούν σε αναστολή λειτουργίας κλάδων και σε περιορισμούς στην κίνηση των πολιτών. Ενδεχόμενη εξαίρεση θα αποτελέσουν όποιες περιοχές παρουσιάσουν ισχυρή έξαρση κρουσμάτων. Επιπλέον, υπoτίθεται πως δεν θα κλιμακωθεί σημαντικά περαιτέρω η υγειονομική κρίση στην ΕΕ και διεθνώς.

Το σενάριο της επιδείνωσης

Το εναλλακτικό σενάριο πρόβλεψης περιλαμβάνει την έντονη επιδείνωση της υγειονομικής κρίσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα, στη διάρκεια του χειμώνα, που επηρεάζει τις προβλέψεις για το 2021. Αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει στη λήψη εκτεταμένων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας, με ισχυρές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση αναμένεται η υλοποίηση πρόσθετων δράσεων στήριξης, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Πάρα ταύτα, θα υπάρξουν ισχυρές επιπτώσεις στην εγχώρια ζήτηση, στις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων και στις ξένες άμεσες επενδύσεις, ενώ θα επηρεαστούν αρνητικά και οι διεθνείς ταξιδιωτικές μετακινήσεις στην Ελλάδα.

Από την άλλη, υπάρχει και το σημαντικό ζήτημα της χρηματοδότησης της οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η πιστωτική επέκταση εκ μέρους των τραπεζών κατά τη διάρκεια του 2020 κινήθηκε με θετικό πρόσημο όσον αφορά στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ), σε αντίθεση με τα νοικοκυριά όπου παρατηρήθηκε συρρίκνωση. Η πιστωτική επέκταση υποβοηθήθηκε από τη βελτιωμένη ρευστότητα των τραπεζών, λόγω αύξησης των καταθέσεων, της άντλησης ρευστότητας από το Ευρωσύστημα με ελκυστικούς όρους, αλλά και από τα διάφορα προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων από την Πολιτεία στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας. Η πρόσφατα παρατηρούμενη αύξηση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων κατευθύνθηκε κυρίως στη χρηματοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων.

Ο ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης μεγάλου μεγέθους μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων επιταχύνθηκε ήδη από τον Μάρτιο του 2020 ανερχόμενος σταδιακά στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Αντίθετα, η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων ΜΧΕ παρέμενε αρνητική από τον Ιούνιο του 2017 ενώ πέρασε σε θετικό πρόσημο μόλις τον Ιούλιο του 2020.Οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις έσπευσαν να επωφεληθούν κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης από τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος και τους ευνοϊκούς όρους του τραπεζικού τομέα, χρησιμοποιώντας και τις εγκεκριμένες γραμμές πίστωσης. Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2020, η πιστωτική επέκταση κατευθύνθηκε κυρίως στους κλάδους της βιομηχανίας, του εμπορίου και του τουρισμού. Ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος των κρατικών παρεμβάσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Αυξημένες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης

Η αύξηση της ζήτησης επιχειρηματικών δανείων κατά την περίοδο της πανδημίας είναι υψηλότερη από κάθε άλλη φορά. Καταγράφεται αυξημένη ζήτηση για όλους τους κλάδους (εκτός των ακινήτων) και εξαιρετικά υψηλή ζήτηση για το εμπόριο, αντανακλώντας τις αυξημένες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης. Τα τραπεζικά κριτήρια και οι όροι δανειοδότησης των επιχειρήσεων δεν μεταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εκτιμάται περαιτέρω αύξηση της ζήτησης επιχειρηματικών δανείων κατά το γ’ τρίμηνο του 2020, κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Η ζήτηση δανείων εκ μέρους των νοικοκυριών εκτιμάται ότι παρέμεινε σταθερή το γ΄ τρίμηνο του 2020, όπως και το β’ τρίμηνο, μετά από μείωσή της κατά το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Καταγράφονται συνθήκες αυξημένης ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα τους τελευταίους μήνες (δανεισμός από ΕΚΤ, αύξηση καταθέσεων κ.ά.) Σημαντικό μέρος της διαθέσιμης ρευστότητας μπορεί να συνεισφέρει θετικά στην περαιτέρω αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία. Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ενισχύσει τη δυνατότητα των τραπεζών να παράσχουν χρηματοδοτικούς πόρους στην οικονομία. Η αξιοποίηση του σχεδίου «Ηρακλής» και η δημιουργία πρόσθετων εργαλείων, όπως η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για Εταιρεία Διαχείρισης Ενεργητικού (Asset Management Company), αποτελούν θετικές εξελίξεις.Με βάση τώρα τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία, στο τέλος Αυγούστου 2020 το υπόλοιπο της συνολικής χρηματοδότησης (δάνεια, εταιρικά ομόλογα, τιτλοποιημένα δάνεια με διαχειριστές πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδότηση από ΤτΕ) του ιδιωτικού τομέα της εγχώριας οικονομίας ανήλθε στα 147,7 δισ. (επιπλέον 45,2 δισ. ήταν η χρηματοδότηση της Γενικής Κυβέρνησης).

Η χρηματοδότηση

Πιο αναλυτικά, το υπόλοιπο της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις ανήλθε σε 73,8 δισ. ευρώ (εκ των οποίων, μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις 67,6 δισ., ασφαλιστικές επιχειρήσεις 6,2 δισ.) και προς τα νοικοκυριά σε 65,3 δισ. ευρώ (στεγαστικά: 49,6 δισ., καταναλωτικά: 15,1 δισ.) Ένα επιπρόσθετο ποσό ύψους 8,6 δισ. ευρώ αφορά ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις.Στο προηγούμενο ποσό, της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα (147,7 δισεκ. ευρώ) αν προσθέσουμε το χρέος των ιδιωτών προς τις φορολογικές αρχές (106 δισεκ.) και τα ασφαλιστικά ταμεία (36 δισ.) καθώς και δάνεια που έχουν πουληθεί από τις εμπορικές τράπεζες και βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος (περίπου 30 δισ.) έχουμε το σύνολο του ιδιωτικού χρέους το οποίο ανέρχεται σε 315 δισ. ευρώ ή στο 184% του ΑΕΠ της χώρας.